9 Οκτ 2008

Βία κοινωνικό φαινόμενο



Η βία κατά των γυναικών είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που διατρέχει το σύνολο των κοινωνιών, ανεξάρτητα από εθνικότητα και φυλή.(1) Το κοινωνικό πρόβλημα της βίας κατά των γυναικών ταυτίζεται με τις απαρχές της κοινωνικής οργάνωσης σε πατριαρχικές κοινωνίες (Dobash 1979). (2) Στην Ελλάδα, τα τελευταία μόνο χρόνια έχει αναγνωριστεί ως ένα έντονο κοινωνικό πρόβλημα που αγγίζει τη ζωή πολλών ενήλικων γυναικών (Αδαμάκη2000, Chatzifotiou & Dobash 2001).(3) Το ζήτημα όμως της βίας που υφίστανται οι έφηβες στις συντροφικές τους σχέσεις δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί ως πρόβλημα στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η παρούσα έρευνα να αποτελεί την πρώτη προσπάθεια διερεύνησης του θέματος. Η βία κατά των έφηβων γυναικών στο πλαίσιο των συντροφικών τους σχέσεων εντάσσεται στην προβληματική της ενδο-οικογενειακής βίας, και πιο συγκεκριμένα στην ευρύτερη προβληματική της βίας κατά των γυναικών και έχει αποτελέσει αντικείμενο εμπειρικών προσεγγίσεων την τελευταία εικοσαετία, κυρίως στον Καναδά, στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία και λιγότερο στη Βρετανία. Οι διεθνείς–σχετικές με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων– τάσεις, καθώς και η εξάπλωση του φεμινιστικού κινήματος συνέβαλαν ουσιαστικά στην αναγνώριση της βίας κατά των γυναικών ως ένα σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο.

1 Το κοινωνικό πρόβλημα της βίας κατά των γυναικών έχει τεκμηριωθεί τα τελευταία τριάντα χρόνια από μία πλούσια βιβλιογραφία που ασχολείται με το θέμα της βίας κατά των γυναικών. Βλ. ενδεικτικά: Dobash, R. E.και Dobash, R. 1979. Violence against Wives: A Case against the Patriarchy. New York: Free PressStraus, M. A., Gelles, R. J. & Steinmetz, S. K. 1980. Behind Closed Doors. Garden City, NY: DoubledayEvanson, E., 1982. Hidden Violence. A study of Battered Women in Northern Ireland. Belfast: Farcet Cooperative PressFinkelhor, D. & Yllo, K. 1985. License to Rape: Sexual Abuse of Wives. New York: Holt, Rinehart & WinstonBachman R. & Saltzman, L. E. 1995. Violence Against Women: Estimates From the Redesigned Survey. Bureau of Justice Statistics Special Report, Washington, DC: US Dept of Justice, Office of Justice Programs; Publication NCJ 154348•. Bagshaw, D, Chung, D. 2000. Women Men and Domestic Violence. Commonwealth of Australia, Partnership Against Domestic Violence on Line Resources: padv.dpmc.gov.au/aswpdf/w_m_dv.pdf. University of South AustraliaEuropean Policy Action Center on Violence Against Women. 1999. Unveiling the Hidden Data on Domestic Violence in the EU. The European Women’s Lobby.
2 Βλ σχετικά Dobash, R. E. και Dobash, R. 1979. Violence against Wives: A Case against the Patriarchy. New York: Free Press.
3 Αδαμάκη, Ν. 2000. Έρευνα για τη βία των γυναικών στην Ελλάδα. Αθήνα: Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας. Chatzifotiou, S. & Dobash, R. 2001. Seeking informal support: Marital violence against women in Greece. Violence against women: An International and Interdisciplinary Journal. 7, 9: 124-151, [Special Issue: Global examples of Violence Against Women].


Οι δραστηριότητες πολλών διεθνών οργανισμών φανερώνουν την επικαιρότητα του ζητήματος της βίας κατά των γυναικών.(4) Πιο συγκεκριμένα: - Η σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διάκρισης κατά των γυναικών (CEDAW– 1979). - Η παγκόσμια διάσκεψη της Βιέννης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (1993) - Η Διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ εναντίον της βίας κατά των γυναικών (1993) - Το σχέδιο δράσης της διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών στο Πεκίνο (1995) - Το ψήφισμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας της 4ης Συνέλευσης της Παγκόσμιας Υγείας το 1996 (WHA 49.25) - Τα ψηφίσματα της 3ης ευρωπαϊκής υπουργικής διάσκεψης του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την ισότητα ανδρών και γυναικών και τις συστάσεις της σχετικά με τη βία στην οικογένεια, το 1985 και το 1990 - Το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την άσκηση βίας κατά των γυναικών (Εγγρ. Α2-44/86, Τετάρτη 11 Ιουνίου 1986) Το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Μαΐου 1994 σχετικά με την παραβίαση των ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των γυναικών Κεφάλαιο 6 Θεσμικό πλαίσιο

1 Εισαγωγή

Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα παρουσιάσουμε τα διεθνή, τα ευρωπαϊκά και τα εθνικά κείμενα, διακηρύξεις και διατάξεις που αφορούν το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών, με στόχο την καλύτερη κατανόηση του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου που μπορεί να ενεργοποιηθεί προς την κατεύθυνση εξάλειψης της αντρικής βίας κατά των γυναικών. Εξαιτίας της απουσίας διακηρύξεων που αφορούν τη συντροφική βία σε σχέσεις εφηβικές, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε τις διακηρύξεις που αφορούν το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών γενικά καθώς και τις διακηρύξεις που αφορούν το φαινόμενο της βίας κατά των παιδιών. Η βία κατά των γυναικών και κατά των παιδιών τα τελευταία χρόνια έχει απασχολήσει συστηματικά τη διεθνή και την ευρωπαϊκή κοινότητα. Τα τελευταία τριάντα χρόνια το γυναικείο κίνημα, όπως και το κίνημα ενάντια στην παιδική κακοποίηση, αγωνίζεται να αναπτύξει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο που θα συμβάλει στην εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και κατά των παιδιών. Απόρροια αυτών των κινητοποιήσεων αποτελούν τα διεθνή και ευρωπαϊκά κείμενα που επανακαθορίζουν το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών ή και κατά των παιδιών ως ένα διεθνές ζήτημα,(5) όπου απαιτείται η παρέμβαση των κρατών και της διεθνούς κοινότητας. Έως τότε, για δεκαετίες τα κράτη εμπόδιζαν τη θεώρηση της βίας κατά των γυναικών και κατά των παιδιών ως θέμα ανθρώπινων δικαιωμάτων. Έτσι, η βία κατά των γυναικών και κατά των παιδιών ξέφευγε από κάθε έννοια κρατικής ευθύνης. Η δικαιολογία των κρατών ήταν, και σε πολλές περιπτώσεις εξακολουθεί να παραμένει,(6) ότι οι πρακτικές αυτές λαμβάνουν χώρα στην ιδιωτική σφαίρα και ως εκ τούτου το κράτος δεν μπορεί να υπεισέλθει στα ιδιωτικά θέματα και ότι πολλά από αυτά τα φαινόμενα είναι ζητήματα εθίμων, θρησκείας ή ακόμα και κουλτούρας της ταυτότητας του κράτους και του λαού. Ποιες είναι λοιπόν οι διατάξεις που μπορούν να ενεργοποιηθούν για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και των παιδιών; Ποιο είναι το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο; Στη συνέχεια, θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τις συναφείς διατάξεις τόσο σχετικά με την προστασία των γυναικών όσο και με την προστασία των παιδιών, σε καθένα από τα τρία επίπεδα: το διεθνές, το ευρωπαϊκό και το εθνικό.

5 Η Έλσα Σταματοπούλου, αναπληρώτρια διευθύντρια της Ύπατης Αρμοστείας για τα ανθρώπινα δικαιώματα του ΟΗΕ, στην ομιλία της με τίτλο «Βία στην οικογένεια και ανθρώπινα δικαιώματα: Μηχανισμοί και εμπειρίες των Ηνωμένων Εθνών», στο συνέδριο του ΚΕΘΙ, 15-16 Ιουνίου 2000, Σπάζοντας τη σιωπή αναφέρει χαρακτηριστικά «Ομολογώ ότι για πολλά χρόνια στον ΟΗΕ ήμασταν μάρτυρες του θλιβερού φαινομένου, όπου οι κυβερνήσεις απωθούσαν με κάθε τρόπο τον έλεγχο του ΟΗΕ για θέματα βίας κατά των γυναικών, σαν αυτά να αποτελούσαν πραγματικά την καρδιά της κρατικής κυριαρχίας. Οι κυβερνήσεις στην ουσία έλεγαν “Το πως συμπεριφερόμαστε στις κοινωνίες μας απέναντι στις γυναίκες είναι καθαρά δική μας υπόθεση και όχι διεθνές ζήτημα’’», και όλα αυτά παρά τις τυπικές διακηρύξεις για την ισότητα των δύο φύλων.
6 Όπως ανάφερε η Έλσα Σταματοπούλου, στο ίδιο συνέδριο, από τα 188 κράτη μέλη του ΟΗΕ μόνο τα 44 έχουν νομοθετήσει νόμους κατά της οικογενειακής βίας και οι νόμοι αυτοί δεν εφαρμόζονται πάντα από την αστυνομία και τα δικαστήρια.


Θεσμικό πλαίσιο που αφορά την προστασία των γυναικών–Διεθνές επίπεδο

Η Ελλάδα,(7) ως κράτος-μέλος διεθνών οργανισμών, έχει αποδεχθεί και έχει κυρώσει διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και διεθνείς συμβάσεις που έχουν σκοπό να βελτιώσουν τη θέση της γυναίκας σε όλους τους τομείς της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας. Σύμφωνα με το άρθρο 28, παρ. 1 του συντάγματος του 1975, οι κανόνες του διεθνούς δικαίου καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την κύρωσή τους με νόμο, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου. Ανάμεσα στις πιο σημαντικές συμβάσεις και διακηρύξεις είναι οι εξής: - Η σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διάκρισης κατά των γυναικών (CEDAW 1979). - Η παγκόσμια διάσκεψη της Βιέννης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (1993) - Η Διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ εναντίον της βίας κατά των γυναικών (1993) - Το σχέδιο δράσης της διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών στο Πεκίνο (1995) - Το ψήφισμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας της 49ης Συνέλευσης της Παγκόσμιας Υγείας το 1996 (WHA 49.25)
7 Εθνική Έκθεση της Ελλάδας προς την Επιτροπή του ΟΗΕ για την Εξάλειψη κάθε Μορφής Διάκρισης σε βάρος των Γυναικών. 1996. Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Γενική Γραμματεία Ισότητας.
Στη συνέχεια ακολουθεί συνοπτική παρουσίαση της καθεμιάς σύμβασης και διακήρυξης επικεντρωμένη πάντα στο ζήτημα της βίας κατά των γυναικών.

Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διάκρισης κατά των γυναικών


Η σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διάκρισης κατά των γυναικών (CEDAW) υπογράφτηκε από την Ελλάδα στα Ηνωμένα Έθνη στις 2 Μαρτίου 1982. Κυρώθηκε νομοθετικά από τη Βουλή στις 30 Μαρτίου 1983 και ίσχυσε ως νόμος του κράτους από τις 30 Απριλίου 1983. Η Σύμβαση για τις γυναίκες ήταν αντικείμενο επεξεργασίας από το 1973 ως 1979, υιοθετήθηκε τον Δεκέμβριο του 1979 και άρχισε να ισχύει το 1981, μετά την επικύρωσή της από είκοσι κράτη-μέλη. Η Σύμβαση ορίζει τι είναι διάκριση κατά των γυναικών και κατόπιν περιγράφει αδρά τα μέτρα τα οποία απαιτείται να λάβουν τα κράτη-μέλη στο ιδιωτικό, αλλά και στο δημόσιο πεδίο για να δώσουν τέλος σε τέτοιες διακρίσεις. Καλύπτει ένα φάσμα θεμάτων που περιλαμβάνει την εργασία, την εκπαίδευση, τα δικαιώματα ψήφου, τους νόμους περί εθνικότητας, τα δικαιώματα στον γάμο και στο διαζύγιο, την υγειονομική περίθαλψη και την ισότητα έναντι του νόμου. Τα κράτη- μέλη καλούνται να χρησιμοποιήσουν όλα τα κατάλληλα μέσα για να εξαλείψουν τις διακρίσεις σε αυτούς και σε άλλους τομείς. Παρόλο που η σύμβαση αυτή καθαυτή δεν αναφέρεται στο ζήτημα της βίας κατά των γυναικών, η Επιτροπή του ΟΗΕ για την εξάλειψη των διακρίσεων κατά των γυναικών (CEDAW) έχει δηλώσει σαφώς στη γενική σύστασή της (αριθ. 19 [1992]) ότι: «Η βία που έχει να κάνει με το φύλο είναι μια μορφή διάκρισης που εμποδίζει δραστικά τη δυνατότητα των γυναικών να απολαμβάνουν δικαιώματα και ελευθερίες σε βάση ισότητας με τους άντρες».(8) Επίσης είχε ορίσει ότι η βία κατά των γυναικών παραβιάζει τα ατομικά δικαιώματα των γυναικών, που εγγυώνται το διεθνές δίκαιο και οι σχετικές συνθήκες. Ακόμα θεωρεί ως διακρίσεις και τις προκαταλήψεις και τα παραδοσιακά πρότυπα –τα στερεότυπα– που καθιστούν τις γυναίκες κατώτερες από τους άντρες. Τα στερεότυπα δείχνουν ότι, μέσα στην ομαδική μας συνείδηση, οι γυναίκες καταγράφονται ως όντα διαφορετικά, κατώτερα. Ακριβώς αυτά τα στερεότυπα επιτρέπουν ακόμη και σήμερα και δικαιολογούν τη χρήση της βίας εναντίον των γυναικών.(9) Η Σύμβαση επίσης θέσπισε τη CEDAW, μία επιτροπή αποτελούμενη από 23 εμπειρογνώμονες, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν όλο το φάσμα των ειδικοτήτων που καλύπτει η σύμβαση, καθώς και με βάση τη δίκαιη γεωγραφική κατανομή και τα βασικά νομικά συστήματα. Σύμφωνα με το άρθρο 18, τα κράτη-μέλη πρέπει να υποβάλλουν αναφορές προς εξέταση στη CEDAW, οι οποίες να καταγράφουν τα μέτρα(10) που έχουν ληφθεί σε όλους τους τομείς –νομοθετικό, δικαστικό, διοικητικό και άλλους– ώστε να ισχύσει η σύμβαση, καθώς επίσης και τα εμπόδια που συναντούν στην υλοποίησή τους. Αυτές οι αναφορές πρέπει να υποβάλλονται έναν χρόνο μετά την έναρξη ισχύος της σύμβασης και εφεξής, τουλάχιστον κάθε τέσσερα χρόνια. Η CEDAW έως τώρα συνεδριάζει δύο φορές το χρόνο στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, για να εξετάσει αυτές τις αναφορές των κρατών-μελών. Τα συμπεράσματα της επιτροπής είναι δεσμευτικά προς τα κράτη-μέλη και η τήρησή τους από τα κράτη-μέλη βοηθάει την εφαρμογή της Συνθήκης. Προς το παρόν, αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η CEDAW μπορεί να ελέγχει τη συμμόρφωση των κρατών-μελών και, μαζί με τις γενικές συστάσεις, να διαμορφώνει τη σχετική νομολογία.(11) Η CEDAW δυστυχώς δεν εμπεριέχει έναν μηχανισμό επιβολής,(12) με συνέπεια να μην μπορεί να δώσει επί της ουσίας τη δυνατότητα στις γυναίκες να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό έχει ως συνέπεια να στηρίζεται περισσότερο στην πολιτική βούληση κάθε κράτους να εφαρμόσει τις κατευθύνσεις της Σύμβασης.
8 General Recommendation, no. 19 (11th session, 1992), Violence against Women, παράγραφος 1.

9
Βλ. εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας», υπό δημοσίευση. Διυπουργική Επιτροπή Καταπολέμησης της Βίας της Γενικής Γραμματείας Ισότητας.
10 Η CEDAW έχει ζητήσει από τα κράτη-μέλη να συμπεριλαμβάνουν πληροφορίες για τα μέτρα αντιμετώπισης και πρόληψης της βίας στις αναφορές τους ακόμα πριν την ανάπτυξη της σύστασης 19. Βλ. General Recommendation, no. 12 (8th session, 1989), Violence against Women.
11 Η CEDAW έχει υιοθετήσει περισσότερες από είκοσι γενικές συστάσεις που είναι ερμηνείες των όρων της σύμβασης, δηλώσεις για το είδος της πληροφορίας που θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στις αναφορές των κρατών-μελών και για θέματα σχετικά με τη Σύμβαση, όπως για παράδειγμα, οι συνέπειες των επιφυλάξεων.
12 Η απουσία ενός μηχανισμού εφαρμογής και επιβολής είναι ένα πρόβλημα που διέπει γενικά όλο το διεθνές δίκαιο. Μόνο το Συμβούλιο Ασφαλείας μπορεί να βγάζει νομικά δεσμευτικές αποφάσεις, οι οποίες όπως έχουμε δει τα τελευταία χρόνια ακόμα και αυτές καταστρατηγούνται πολλές φορές (πχ. πόλεμος στο Ιράκ).


Παγκόσμια διάσκεψη της Βιέννης για τα ανθρώπινα δικαιώματα (1993)

Στο πλαίσιο της παγκόσμιας διάσκεψης της Βιέννης για τα ανθρώπινα δικαιώματα το 1993 αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά το ζήτημα της βίας κατά των γυναικών ως θέμα ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η αναγνώριση αυτή ήταν αποτέλεσμα της κινητοποίησης του διεθνούς κινήματος των γυναικών ενάντια στη βία, απόρροια μιας διεθνούς καμπάνιας που ξεκίνησε στο τέλος της δεκαετίας του ’80, με τεράστια συμμετοχή εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών απ’ όλο τον κόσμο. Η διεθνής αυτή κινητοποίηση αναφερόταν στην οικουμενική διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα που μεταξύ άλλων εγγυάται το δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ασφάλεια του ατόμου και την προστασία κατά των βασανιστηρίων και κάθε απάνθρωπης μεταχείρισης και πέτυχε στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Διάσκεψης της Βιέννης τα εξής:
1. Το θέμα της βίας κατά των γυναικών, είτε στη δημόσια είτε στην ιδιωτική σφαίρα, ανακηρύχθηκε ως θέμα ανθρώπινων δικαιωμάτων.
2. Οι κυβερνήσεις κλήθηκαν να θέσουν σε αμφισβήτηση έθιμα, πρακτικές ή άλλες θρησκευτικές ή πολιτισμικές συνήθειες που καταπατούν τα δικαιώματα των γυναικών.
3. Ζητήθηκε από την Επιτροπή των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ να συστήσει έναν καινούργιο θεσμό: της ειδικής εισηγήτριας για το θέμα της βίας κατά των γυναικών. (13)


13
Το 1994 η Επιτροπή Ανθρώπινων Δικαιωμάτων ιδρύει τελικά τον θεσμό της ειδικής εισηγήτριας για θέματα βίας κατά των γυναικών, θέση που κατέχει η Rhadika Coonarasnauy, νομικός από τη Σρι Λάνκα, Βλ. ΚΕΘΙ (2000) σελ. 51.


Διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ εναντίον της βίας κατά των γυναικών
(1993)

Το 1993 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε τη Διακήρυξη εναντίον της βίας κατά των γυναικών. Σύμφωνα με το άρθρο 1, ο όρος «βία κατά των γυναικών» σημαίνει κάθε πράξη βίας με βάση το φύλο, που έχει ή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη ή οδύνη για τη γυναίκα, συμπεριλαμβανομένης και της απειλής τέτοιων πράξεων, τον εξαναγκασμό ή την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας είτε στη δημόσια είτε στην ιδιωτική ζωή. Το άρθρο 2 της Διακήρυξης αναφέρει ενδεικτικά έναν κατάλογο πράξεων που καθιστούν βία κατά των γυναικών. Εδώ συμπεριλαμβάνονται η σωματική ή σεξουαλική βία μέσα στην οικογένεια, ο βιασμός μέσα στον γάμο και άλλα φαινόμενα. Το άρθρο 2 περικλείει και τη σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική βία που διαπράττεται ή παραβλέπεται από το κράτος. Η Διακήρυξη απαιτεί από τα κράτη όχι μόνο να απέχουν από την άσκηση βίας κατά των γυναικών, αλλά και να ασκούν την απαιτούμενη επιμέλεια, ώστε να προλαμβάνουν, να ερευνούν δικαστικά και να τιμωρούν πράξεις βίας κατά των γυναικών είτε αυτές διαπράττονται από το κράτος είτε από ιδιώτες. Μεταξύ άλλων, η διακήρυξη ζητά από τα κράτη-μέλη να προωθούν την έρευνα και τη συλλογή στατιστικών στοιχείων για το θέμα, καθώς και τα αίτια, τη φύση και τις επιπτώσεις της βίας και να προωθούν μέτρα πρόληψης και αποκατάστασης και να δίνονται αυτές οι στατιστικές και τα αποτελέσματα των ερευνών στη δημοσιότητα.(14)

Σχέδιο δράσης της διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών στο Πεκίνο (1995) (15)

Το σχέδιο δράσης της διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών στο Πεκίνο (1995) προσδιόρισε τη βία κατά των γυναικών ως «κάθε πράξη βίας που συνδέεται με το φύλο και οδηγεί ή ενδέχεται να οδηγήσει σε σωματικές, σεξουαλικές ή ψυχολογικές βλάβες της γυναίκας, συμπεριλαμβανομένων των απειλών τέτοιων πράξεων, των καταναγκασμών και των συνοπτικών περιορισμών της ελευθερίας». Το άρθρο 96 ορίζει ότι ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών συγκαταλέγεται και το δικαίωμα να ελέγχουν και να αποφασίζουν ελεύθερα και υπεύθυνα σε θέματα που αφορούν τη σεξουαλικότητά τους, συμπεριλαμβανόμενης και της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής τους υγείας, ελεύθερα από εξαναγκασμό, διακριτική μεταχείριση και βία. Ισότιμες σχέσεις ανάμεσα στις γυναίκες και τους άνδρες σε θέματα σεξουαλικών σχέσεων και αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανόμενου του σεβασμού της αξιοπρέπειας του ατόμου, επιβάλλεται ο αμοιβαίος σεβασμός, η αμοιβαία συναίνεση και ευθύνη για τη σεξουαλική συμπεριφορά και τις συνέπειές της.


14
Βλ. ΚΕΘΙ (2000), σελ 50.
15 Βλ. http://www.un.org/womenwatch/daw/beijing/platform/violence.htm


Ψήφισμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας της 49ης Συνέλευσης της Παγκόσμιας Υγείας 1996 (WHA49.25) (16)

Το ψήφισμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας της 49ης Συνέλευσης της Παγκόσμιας Υγείας το 1996 (WHA 49.25) ανακήρυξε τη βία ως ένα έντονο παγκόσμιο πρόβλημα που θίγει τη δημόσια υγεία και απαιτεί άμεση αντιμετώπιση. Με βάση το παραπάνω πλαίσιο των διεθνών διακηρύξεων, γίνεται πλέον σαφές ότι η βία στην οικογένεια δεν θεωρείται ένα ιδιωτικό ζήτημα, αλλά εντάσσεται στο νομικό πλαίσιο των ανθρώπινων δικαιωμάτων επισύρει την κρατική ευθύνη σε διεθνές επίπεδο. Ένα ζήτημα, όμως, που εξακολουθεί να παραμένει είναι το εξής: Ποιες είναι οι συνέπειες της σύνδεσης της βίας στην οικογένεια, αλλά και στις συντροφικές σχέσεις με τα ανθρώπινα δικαιώματα για τη διεθνή ευθύνη του κράτους. Το παραπάνω πλαίσιο που παρουσιάσαμε σε συνδυασμό με τα άρθρα 1,3 και 5 της Οικουμενικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου που υπαγορεύουν ότι οποιαδήποτε μορφή βίας κατά των γυναικών που μπορεί να ερμηνευτεί ως απειλή κατά της ζωής, της ελευθερίας ή της προσωπικής ασφάλειας τους ή που αντιπροσωπεύει βασανισμό ή σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση είναι αντίθετη με την Οικουμενική Διακήρυξη. Συνεπώς, όταν τα κράτη-μέλη δεν εφαρμόζουν κατάλληλη πολιτική που να προλαμβάνει και να καταδικάζει τη βία κατά των γυναικών, δεν συμμορφώνονται με τις διεθνείς υποχρεώσεις τους, δυνάμει της Οικουμενικής Διακήρυξης, (17) τότε συμπεραίνει κανείς ότι οι κρατικές πολιτικές που εκφράζονται είτε με πράξη είτε με απραξία μπορούν να διαιωνίσουν ή να παραβλέψουν τη βία στην οικογενειακή σφαίρα, παρόλο που είναι καθήκον του κράτους να εξασφαλίσει την πάταξη της ατιμωρησίας για όσους διαπράττουν τέτοια βία. Αν το κράτος δεν δείξει την απαιτούμενη επιμέλεια και αποτυγχάνει συστηματικά στην πρόληψη της βίας ή την παροχή προστασίας, τότε υπάρχει καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων, σύμφωνα με τις διεθνείς συνθήκες και το ζήτημα δεν είναι απλά θέμα ποινικής δικαιοσύνης.

16
Ψήφισμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας της 49ης Συνέλευσης της Παγκόσμιας Υγείας το 1996. WHA 49.25.
17 Βλ την εισηγητική έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την ανάγκη διεξαγωγής εκστρατείας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μηδενική ανοχή της βίας κατά των γυναικών, 1997 (Α4-0250/97).


Τα βασικά στοιχεία της «απαιτούμενης επιμέλειας» εκ μέρους του κράτους για πράξεις ιδιωτών είναι:
α) η πρόληψη,
β) η δικαστική έρευνα,
γ) η τιμωρία των ενόχων και
δ) η αποκατάσταση και αποζημίωση των θυμάτων.
Η «απαιτούμενη επιμέλεια» προϋποθέτει την υιοθέτηση όχι μόνο νομικών, αλλά και πολιτικών, διοικητικών και μορφωτικών μεθόδων. Αυτά είναι τα βασικά στοιχεία της υποχρέωσης του κράτους ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, να τα σέβεται δηλαδή, να τα προστατεύει και να τα εκπληρώνει (ΚΕΘΙ, 2000). (18)


18
Βλ. ΚΕΘΙ (2000) σελ. 51.


Με βάση τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι στην Ελλάδα η επιμέλεια του κράτους όσον αφορά:
α) Το επίπεδο της πρόληψης: δεν έχει μεταφερθεί σε εξειδικευμένα μέτρα πέρα των γενικών πολιτικών που αφορούν την ισότητα των δύο φύλων
β) Το επίπεδο της δικαστικής έρευνας: αυτή περιορίζεται σε περιπτώσεις που η γυναίκα έχει ξεκινήσει μήνυση
γ) Το επίπεδο της αποκατάστασης και αποζημίωσης των θυμάτων: αυτή έχει περιοριστεί στη λειτουργία ενός ξενώνα με αρκετά περιορισμένο αριθμό φιλοξενίας. Είναι κατανοητό ότι η υφιστάμενη κρατική επιμέλεια αφενός δεν επαρκεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών και αφετέρου εάν και ανεπαρκής δεν έχει επισύρει κυρώσεις ή δεσμεύσεις ανάπτυξης περαιτέρω μέτρων από τους διεθνείς οργανισμούς.

Θεσμικό πλαίσιο για την προστασία της γυναίκας – Ευρωπαϊκό επίπεδο


Η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εναρμονίζεται με τις πολιτικές κατευθύνσεις που απορρέουν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ως εκ τούτου κρίνεται σκόπιμο να παρουσιαστούν οι οδηγίες και οι κατευθυντήριες γραμμές του. Ανάμεσα στα πιο σημαντικά πολιτικά κείμενα και κατευθύνσεις που απορρέουν από την ΕΕ είναι τα εξής:
- Τα ψηφίσματα της 3ης Ευρωπαϊκής Υπουργικής Διάσκεψης του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την ισότητα ανδρών και γυναικών και τις συστάσεις της σχετικά με τη βία στην οικογένεια, του 1985 και του 1990.
- Το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την άσκηση βίας κατά των γυναικών (εγγρ. Α2-44/86, Τετάρτη 11 Ιουνίου 1986).
- Το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Μαΐου 1994 σχετικά με την παραβίαση των ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των γυναικών.
- Το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την άσκηση βίας κατά των γυναικών (εγγρ. Α2-44/86, Τετάρτη 11 Ιουνίου 1986) Το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την άσκηση βίας κατά των γυναικών αναφέρει, ανάμεσα σε άλλα, στην εισηγητική του έκθεση τα εξής: – Ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ανθρώπου πρέπει να αποτελεί μέρος της συνολικής αγωγής και αξιοπρέπειας του ανθρώπου, κάθε δε μορφή βίας σωματικής ή ψυχολογικής εναντίον ανθρώπων ισοδυναμεί με παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.(19)
– Η βία που εκδηλώνεται ειδικώς κατά των γυναικών στην κοινωνία θα μπορούσε να μετριαστεί εάν καταργούνταν τα προκαθορισμένα σχήματα όσον αφορά τους κοινωνικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς ρόλους και τούτο ήδη από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, οδηγώντας κατά αυτό τον τρόπο σε μια δυνητικώς καλύτερη ενσωμάτωση στο οικονομικό σύστημα.(20)

Το ψήφισμα περιλαμβάνει 67 γενικές συστάσεις, ανάμεσα στις οποίες είναι και οι εξής:

– Ζητά από τις εθνικές κυβερνήσεις να αρχίσουν εκπαιδευτικά προγράμματα για όλους εκείνους των οποίων το επάγγελμα μπορεί να τους φέρει σε επαφή με θύματα στα οποία ασκείται βία στο σπίτι (δάσκαλοι, κοινωνικοί λειτουργοί, εργαζόμενοι στον ιατρικό και στον παραϊατρικό τομέα, αστυνομία). Τα προγράμματα αυτά στόχο έχουν να τους βοηθήσουν να αναγνωρίζουν τα δείγματα αυτού του είδους της βίας. Επίσης, ζητά τη σύσταση κατάλληλων δικτύων, μέσω των οποίων όλοι οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να συγκεντρώνουν χρήσιμες πληροφορίες και εμπειρίες, βάσει των οποίων θα μπορούν να εξευρίσκουν το συντομότερο δυνατόν λύσεις στις μεμονωμένες αυτές περιπτώσεις (σύσταση 19). (21)
–Συνιστά την καθιέρωση κύκλων μαθημάτων που θα προετοιμάζουν τα παιδιά και τους νέες-ους για τη μετέπειτα ζωή τους και τη συνεχή παρακολούθηση της εφαρμογής των προγραμμάτων αυτών, που θα αφορούν (σύσταση 66). (22)


19
Βλ. εισηγητική έκθεση, άρθρο Β΄ του ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την άσκηση βίας κατά των γυναικών (εγγρ. Α2-44/86, Τετάρτη 11 Ιουνίου 1986).
20 Όπ., άρθρο Ι.
21 Όπ., σύσταση 19
22 Όπ.σύσταση 66, η οποία υπάγεται στο κεφάλαιο με τίτλο «Συστάσεις για δράση στον εκπαιδευτικό τομέα». Για τη σύσταση 66, βλ. στο κεφάλαιο 7.


Το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Μαΐου 1994 σχετικά με την παραβίαση των ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των γυναικών

Το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 6ης Μαΐου 1994 σχετικά με την παραβίαση των ελευθεριών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των γυναικών προσδιόρισε τη βία ως κάθε συμπεριφορά που παραβιάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια της γυναίκας, την ελεύθερη βούλησή της και τα θεμελιώδη δικαιώματά της. Με την παρουσίαση των παραπάνω ψηφισμάτων, γίνεται φανερή η πρόθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να αντιμετωπίσει το θέμα της βίας κατά των γυναικών.
Ένα σημαντικό ερώτημα όμως είναι πώς μπορούν τα ψηφίσματα αυτά από τη στιγμή που δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα απέναντι στα κράτη-μέλη να διαμορφώσουν μία πολιτική αντιμετώπισης, παρέμβασης και πρόληψης της βίας.
Πέρα από τις κατευθύνσεις και τις συστάσεις που υποδηλώνουν, αυτά τα ψηφίσματα προς στα κράτη-μέλη τι είδους πολιτικές δεσμεύσεις έχουν υλοποιηθεί; Αυτά τα ψηφίσματα οδήγησαν σε δύο πολιτικές δεσμεύσεις υπό τη μορφή συγκεκριμένων και απτών μέτρων, τα οποία είχαν εφαρμογή σε όλες τις χώρες κράτη- μέλη της ΕΕ. Η πρώτη αφορά τη διάθεση πόρων για την ανάπτυξη μέτρων για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών μέσω της πρωτοβουλίας Δάφνη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, (23) η οποία ξεκίνησε να χρηματοδοτεί προγράμματα καταπολέμησης της βίας κατά των γυναικών το 1997 και θα συνεχίσει να χρηματοδοτεί προγράμματα ως το 2006. Στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι να καλλιεργήσει τη συνεργασία και τον συντονισμό των κρατών-μελών, να υποστηρίξει τις μη κυβερνητικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτόν, να βελτιωθούν τα στατιστικά στοιχεία και να περιοριστούν οι περιπτώσεις άσκησης βίας εις βάρος των γυναικών, να προωθηθούν προληπτικά μέτρα και να εξασφαλιστεί καλύτερη προστασία των θυμάτων. Η πρωτοβουλία αυτή χρηματοδοτεί μέτρα αντιμετώπισης και πρόληψης της βίας ενάντια στις γυναίκες, στα κορίτσια και στα παιδιά. Η χρηματοδότηση απευθύνεται μόνο στις μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες έχουν εμπειρία σε γυναικεία θέματα. Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας αυτής, έχουν υλοποιηθεί και στην Ελλάδα κάποια προγράμματα, περιορισμένου και αποσπασματικού όμως χαρακτήρα.

23 Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. στην ιστοσελίδα της ΕΕ: http://www.europa.eu.int/comm./justice_hom/index_en.htm. Και η δεύτερη δέσμευση αφορά τη διεξαγωγή της εκστρατείας μηδενικής ανοχής της βίας των γυναικών.

Η διεξαγωγή της εκστρατείας ήταν απαίτηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 1997, κόστισε τέσσερα εκατομμύρια ευρώ και υλοποιήθηκε με την επίβλεψη πέντε διαδοχικών ευρωπαϊκών προεδριών (του Ηνωμένου Βασιλείου 1998, της Γερμανίας Δεκ. 1998, της Αυστρίας Μάρτιος 1999, της Φιλανδίας Νοέμβριος 1999 και της Πορτογαλίας Μάιος 2000). Ο στόχος της εκστρατείας ήταν η ευαισθητοποίηση του κοινού υπέρ της θέσης «καμία ανοχή». (24)

24 Βλ. Ευρωπαϊκή Κοινότητα.2000. Σπάζοντας τη σιωπή. Έκδοση της Ευρωπαϊκής Εκστρατείας κατά της Βίας στην Οικογένεια (http://europa.eu.int).

Θεσμικό πλαίσιο για την προστασία της γυναίκας – Εθνικό επίπεδο


Σε εθνικό επίπεδο δεν έχουμε διατάξεις που να ασχολούνται με την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών. Σε γενικές γραμμές, έχουμε γενικές ρυθμίσεις που αφορούν το σύνολο των πολιτών, στις οποίες εντάσσονται και οι έφηβες. Σ’ αυτό το επίπεδο έχουμε ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται: – στο ελληνικό σύνταγμα – στον ελληνικό ποινικό κώδικα. Όσον αφορά το ελληνικό σύνταγμα, η Ελλάδα έχει περιλάβει στο σύνταγμά της συγκεκριμένες ρυθμίσεις για την προστασία των πολιτών του από τη βία κατά τον καλύτερο τρόπο. Μεταξύ των άλλων, με το άρθρο 2 παρ. 1, αναγορεύει τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου σε πρωταρχική υποχρέωση όλων των οργάνων της Πολιτείας (25) και με το άρθρο 5 παρ. 1 διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας του. (26) Επίσης, το ελληνικό σύνταγμα υποδεικνύει την ειδική προστασία της νεότητας, ως ηλικιακή ομάδα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (Άρθρο 21, παράγραφος 3) (Αγάθωνος, Ε., Τσάγγαρη, Μ.,1999: 117). (27) Τέλος, το ελληνικό κράτος έχει επικυρώσει έναν μεγάλο αριθμό διεθνών συμβάσεων που αναφέρονται στα ανθρώπινα δικαιώματα.


25
Σύνταγμα της Ελλάδος, Άρθρο 2, παράγραφο 1: Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας.
26 Σύνταγμα της Ελλάδος, Άρθρο 5, παράγραφο 1: Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.
27 Βλ. Αγάθωνος-Γεωργοπούλου, Ε., Τσάγκασρη Μ. 1999. Εγχειρίδιο για τα δικαιώματα του παιδιού. Ινστιτούτο Υγείας του παιδιού: Αθήνα., σελ 117.


Όσον αφορά τους κανόνες δικαίου της ελληνικής νομοθεσίας και του ελληνικού ποινικού κώδικα, η βία κατά των γυναικών (ενήλικων και ανήλικων) έχει αποτελέσει αντικείμενο ρύθμισης των κανόνων του δικαίου της ελληνικής νομοθεσίας (ΓΓΙ, 1996).(28) Οι συγκεκριμένες διατάξεις όμως αναφέρονται στα εγκλήματα κατά της ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, στα εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας, της τιμής και της προσωπικότητας του ατόμου, καθώς και στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας. Οι διατάξεις του ποινικού δικαίου (29) είναι οι εξής: – Σωματικές βλάβες (Ποινικός Κώδικας- Κεφάλαιο ΙΣΤ: άρθρο 308: απλή σωματική βλάβη, άρθρο 308Α: απρόκλητη σωματική βλάβη, άρθρο 309: επικίνδυνη σωματική βλάβη, άρθρο 310: βαριά σωματική βλάβη, άρθρο 311: θανατηφόρος βλάβη, άρθρο 314: σωματική βλάβη από αμέλεια, άρθρο 315: έγκληση).

28 Για τη νομική και δικαστική προσέγγιση, βλ. στην Εθνική Έκθεση της Ελλάδας προς την επιτροπή του ΟΗΕ για την εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης σε βάρος των γυναικών. 1996. Γενική Γραμματεία Ισότητας
29 Βλ. Κάκκαλης, Π., Κουράκης, Ν., Μαγγανάς, Α., Φαρσεδάκης, Ιακ. 2000. Ποινικός κώδικας: Σχόλια –Νομολογία.,επιμ.Δημ. Ζημιανίτης, τόμ. 1ος, τόμ. 2ος. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.


– Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (Ποινικός Κώδικας, -Κεφάλαιο ΙΘ, άρθρο 336: βιασμός, άρθρο 337: προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, άρθρο 338: κατάχρηση σε ασέλγεια, άρθρο 339: αποπλάνηση παιδιών, άρθρο 343: ασέλγεια διά καταχρήσεως εξουσίας, άρθρο 344: έγκληση).
– Εγκλήματα κατά της τιμής (Ποινικός Κώδικας, Κεφάλαιο ΚΑ, άρθρο 361: εξύβριση, άρθρο 361Α: απρόκλητη έργου εξύβριση, άρθρο 368: -έγκληση). – Προσβολή της προσωπικότητας (Αστικός Κώδικας, άρθρο 57: Δικαίωμα στην προσωπικότητα, άρθρο 59: ικανοποίηση ηθικής βλάβης, άρθρο 932: ικανοποίηση της ηθικής βλάβης σε περίπτωση αδικοπραξίας) Οι σωματικές κακώσεις και η προσβολή της προσωπικότητας, που μπορεί να υποστεί μία έφηβη γυναίκα στο πλαίσιο της συντροφικής της σχέσης, ρυθμίζονται από τις παραπάνω γενικές διατάξεις του ποινικού κώδικα. Παρ’ όλες τις συγκεκριμένες επιταγές για την προστασία των πολιτών από τη βία, ο όρος «βία κατά των γυναικών» απουσιάζει από τον ελληνικό ποινικό κώδικα και η απουσία αυτού του όρου δημιουργεί προβλήματα, τα οποία μάλιστα γίνονται ιδιαίτερα αισθητά στις περιπτώσεις της συντροφικής-συζυγικής βίας και της ενδο-οικογενειακής βίας. Θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε μερικά από αυτά τα προβλήματα: (30)

30 Βλ. εισηγητική έκθεση στο σχέδιο νόμου «Για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας», υπό δημοσίευση.

1) Επειδή κατά κανόνα λαμβάνεται υπόψη μόνο η σωματική βία που προσβάλλει τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα του ατόμου, δεν διώκεται ποινικά ο δράστης της ψυχολογικής βίας και των ψυχικών τραυμάτων που δημιουργούνται από τη λεκτική βία ή από άλλες παρενοχλήσεις.
2) Η ενδο-οικογενειακή βία δεν ανήκει στις καταστάσεις που δίνουν δικαίωμα στην παρέμβαση της δικαιοσύνης. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι με τις νέες διατάξεις του οικογενειακού δικαίου γίνεται προσπάθεια δημιουργίας ισότιμων σχέσεων των δύο φύλων στο πλαίσιο του γάμου.
3) Η απουσία του όρου έχει δυσμενείς συνέπειες και στον τομέα της παροχής προστασίας εκ μέρους της αστυνομίας. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο, δεν είναι δυνατή ούτε η αστυνομική παρέμβαση, εάν και βέβαια στις περιπτώσεις της συντροφικής βίας στις εφηβικές σχέσεις η αστυνομική παρέμβαση ίσως δεν είναι η πλέον επιθυμητή.

ΙΙ. Γενικά συμπεράσματα

Με βάση το παραπάνω πλαίσιο, το ερώτημα που τίθεται είναι πώς μπορούν οι γυναίκες (έφηβες και μη) να διεκδικήσουν έναν κόσμο χωρίς βία, σε καθένα από αυτά τα επίπεδα, δηλαδή το διεθνές, το ευρωπαϊκό και το εθνικό επίπεδο; Σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει το προαιρετικό πρωτόκολλο, το οποίο τέθηκε σε διεθνή ισχύ στις 22 Δεκεμβρίου του 2001, έχει επικυρωθεί από την Ελλάδα και αποτελεί τον μηχανισμό με τον οποίο η Επιτροπή για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών (CEDAW) έχει τη δικαιοδοσία σε όσες χώρες επικυρώνουν τη σύμβαση να: – δέχεται καταγγελίες για συγκεκριμένες παραβιάσεις της σύμβασης από μεμονωμένες γυναίκες καθώς και οργανώσεις και – διεξάγει έρευνες για συστηματικές ή σοβαρές παραβιάσεις της σύμβασης για τις γυναίκες. Το προαιρετικό πρωτόκολλο αναπτύχθηκε μετά τις διεθνείς πιέσεις γυναικείων οργανώσεων για να καλύψει την ανάγκη δημιουργίας ενός μηχανισμού, ο οποίος να παρέχει τη δυνατότητα αποκατάστασης της βλάβης στα θύματα που δεν έχουν πού αλλού να στραφούν, αλλά και υποστηρίζει την ανάπτυξη προσεγγίσεων ευαίσθητων σε θέματα φύλου και από άλλα όργανα του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα (Διεθνής Αμνηστία 1997). (31) Έως τώρα η επιρροή της CEDAW σε εθνικό επίπεδο εξαρτάται από το κάθε κράτος και πόσο συνεπής είναι στη σύνταξη των αναφορών που καταθέτει στην επιτροπή και στην ανταπόκρισή του στις συστάσεις της επιτροπής.


31
Για μια αναλυτικότερη παρουσίαση του προαιρετικού πρωτοκόλλου, βλ. στην ιστοσελίδα των Η.Ε. http://www.un.org/womenwatch/daw/cedaw/


Σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπάρχουν τέτοιες δυνατότητες. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι είναι σημαντική η ύπαρξη ευρωπαϊκών διακηρύξεων, αλλά έχει διαπιστωθεί από την εμπειρία της Ελλάδας ότι από μόνα τους τα ευρωπαϊκά ψηφίσματα δεν μπορούν να αποτελέσουν μοχλό αλλαγής στην ελληνική κοινωνία. Οποιαδήποτε αλλαγή προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης της βίας έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα ήταν απόρροια των αιτημάτων του ελληνικού γυναικείου κινήματος, το οποίο και αξιοποίησε ως μοχλό πίεσης τις κατευθύνσεις που δίνονταν από τις ευρωπαϊκές και διεθνείς συμβάσεις. Σε εθνικό επίπεδο τώρα, έχουμε δει ότι πολλές από τις συστάσεις έχουν μετουσιωθεί σε νομικά μέτρα, αλλά ενώ αφορούν ανθρώπινα δικαιώματα (ατομικά και πολιτικά δικαιώματα) που είναι προγραμματικά ως προς τη φύση τους, δεν έχουν μετουσιωθεί σε ολοκληρωμένα κυβερνητικά προγράμματα, καθώς δεν έχει γίνει η επένδυση επαρκών πόρων για τη συνολική αντιμετώπισή τους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ εναντίον της βίας κατά των γυναικών (1993), η οποία απαιτεί να προωθηθούν και μέτρα πρόληψης και αποκατάστασης της βίας, κατεύθυνση προς την οποία δεν έχουμε δει συνολικές προσπάθειες αντιμετώπισης, πέρα από κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες που προέρχονται από τις γυναικείες οργανώσεις. Επίσης, σε εθνικό επίπεδο η κάθε γυναίκα στην οποία ασκείται βία έχει ένδικα μέσα στη διάθεσή της, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν κενά που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν. Κάποια από αυτά τα κενά αφορούν τα εξής: – Την απουσία προσφυγής περιπτώσεων ψυχολογικής βίας. Σε επίπεδο ΕΕ, η Σουηδία αποτελεί μία από τις μόνες χώρες που η ψυχολογική βία αποτελεί ξεκάθαρο ποινικό αδίκημα.(32) -Την απουσία νομοθετικού πλαισίου που να αναγνωρίζει ρητά τη βία ενάντια στις γυναίκες όχι μόνο στο πλαίσιο της οικογένειας, αλλά και στο πλαίσιο των συντροφικών σχέσεων. Είναι πλέον ερευνητικά τεκμηριωμένο ότι η βία δεν αποτελεί αποκλειστικό φαινόμενο των συζυγικών σχέσεων, αλλά και των συντροφικών σχέσεων οποιασδήποτε ηλικίας. Ως εκ τούτου, καθίσταται αναγκαία η δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου που να προβλέπει την καταδίκη όλων των μορφών της συντροφικής βίας. Ενώ αρκετοί νόμοι ενδο-οικογενειακής βίας στις ΗΠΑ βρίσκουν εφαρμογή όχι μόνο στους συζύγους, αλλά και στους συντρόφους που συζούν καθώς και στα άτομα που έχουν ένα παιδί μαζί, συχνά ξεχνούν να παραλείψουν άτομα που έχουν σχέση χωρίς να συζούν, να είναι παντρεμένοι ή να έχουν ένα παιδί μαζί. Εικοσιεννέα πολιτείες συμπεριλαμβάνουν τις συντροφικές σχέσεις, χωρίς όμως απαραιτήτως να συμπεριλάβουν τις εφηβικές συντροφικές σχέσεις ή και τις σχέσεις ομοφυλόφιλων ζευγαριών.


32
Πρακτικά συνεδρίου εμπειρογνωμόνων με θέμα «Βία στην οικογένεια και αστυνόμευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Το συνέδριο υλοποιήθηκε στις 10-12 Οκτωβρίου 2002 στην Ολλανδία από το Νetherlands Institute for the Study of Crime and Law Enforcement και χρηματοδοτήθηκε από το Εuropean Science Foundation.


Σύμφωνα με το Εθνικό Κέντρο για Θύματα Βίας των ΗΠΑ (National Center for Violence Victims),(33) οι νομοθέτες κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων αρχίζουν να παίρνουν υπόψη τους το θέμα της συντροφικής βίας. Το πρώτο θέμα που απασχολεί τις-τους νομοθέτες είναι ο ορισμός της συντροφικής βίας. Μία νομοθετική προσέγγιση είναι η εξακρίβωση προϋποθέσεων που μπορούν να προσδιορίσουν εάν μία σχέση άπτεται της προστασίας του νόμου. Για παράδειγμα, ο νόμος στην πολιτεία του Βερμόντ(34) χρησιμοποιεί τον εξής ορισμό:
«Συντροφική σχέση σημαίνει μία κοινωνική σχέση ρομαντικού χαρακτήρα. Το δικαστήριο για να προσδιορίσει εάν μία συντροφική σχέση υφίσταται μπορεί να χρησιμοποιήσει τους παρακάτω παράγοντες:
– Τη φύση της σχέσης
– Τη χρονική διάρκεια της σχέσης
–Τη συχνότητα των επαφών-αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα μέλη της σχέσης και
–Τη χρονική περίοδο από τότε που έληξε η σχέση.»

Άλλες πάλι πολιτείες χρησιμοποιούν έναν πιο γενικό ορισμό, όπως αυτόν της πολιτείας της Νεβάδα,(35) ο οποίος δηλώνει ότι:
«Συντροφική σχέση σημαίνει συχνές και οικείες επαφές, οι οποίες χαρακτηρίζονται πρώτιστα από προσδοκίες στοργικής ή σεξουαλικής φύσης.
Ο όρος αυτός δεν συμπεριλαμβάνει μία περιστασιακή σχέση ή μία συνηθισμένη-συχνή γνωριμία μεταξύ ατόμων σε εργασιακό ή σε κοινωνικό πλαίσιο». Επίσης, σε αρκετές πολιτείες περιλαμβάνουν τον όρο συντροφική σχέση, χωρίς να δίνεται κάποιος συγκεκριμένος ορισμός.

33Βλέπε:http://www.ncvc.org/law/issues/dating_violence/minor's%20protective%20orders.htm
34Vt. Stat. Ann. tit. 15, § 1101 (2).
35 Nev. Rev. Stat. § 33.018 (2).


Όσον αφορά τις εφηβικές σχέσεις, κάποια ζητήματα μένουν ακόμα να απαντηθούν, όπως σε περιπτώσεις που μία έφηβη, ανήλικη που υφίσταται βία θέλει να υποβάλει μήνυση ενάντια στο αγόρι της που την κακοποιεί χωρίς να το μάθουν οι γονείς της. Το ερώτημα είναι πώς θα μπορέσει να το κάνει αυτό; Πολλοί θα πουν ότι χρειάζεται η συγκατάθεση των γονέων της ή των κηδεμόνων της και ότι τη μήνυση θα πρέπει να την υποβάλλουν οι δικοί της, αφού είναι ανήλικη. Το ζήτημα όμως είναι ότι η αποκάλυψη της βίας στους γονείς δεν επιφέρει πάντοτε την αμέριστη συμπαράσταση τους προς την κόρη θύμα, αλλά πολλές φορές μπορεί να οδηγήσει στην περαιτέρω θυματοποίηση της κόρης. Η γνωστοποίηση της βίας και κατά συνέπεια της σχέσης μπορεί να οδηγήσει σε τραυματογενετικές διαδικασίες παρέμβασης της οικογένειας, όπως ενοχοποίηση για τη βία που έχει υποστεί και αρκετές φορές την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας εναντίον της από την οικογένειά της. Τα ένδικα μέσα για να μπορούν να είναι αποτελεσματικά στις περιπτώσεις των εφήβων κοριτσιών θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους πιθανές ποικίλες αντιδράσεις από τις οικογένειες. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι η οικογένεια θα δείξει αμέριστη συμπαράσταση και αποδοχή απέναντι στην κόρη της. Την πιθανότητα πολυποίκιλων αντιδράσεων την έχει λάβει υπόψη του η-ο νομοθέτης σε οκτώ πολιτείες των ΗΠΑ (Καλιφόρνια, Όρεγκον, Αϊντάχο,(36) Αλάσκα, Ιλλινόις, Νιου Τζέρσεϋ, Μασσαχουσέτη), όπου οι έφηβες μπορούν να κάνουν αίτηση για ασφαλιστικά μέτρα από μόνες τους. Σε δύο επιπλέον πολιτείες των ΗΠΑ, την Οκλαχόμα και την Ουάσιγκτον, οι έφηβες που είναι τουλάχιστον δεκαέξι χρονών μπορούν να κάνουν αίτηση για ασφαλιστικά μέτρα μόνες τους.(37) Άλλα μέτρα που χρειάζεται να υλοποιηθούν για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου της συντροφικής βίας στις εφηβικές σχέσεις αναφέρονται στα παρακάτω: (38)

– Την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών σε θέματα συντροφικής βίας στις σχέσεις εφήβων. Έχει παρατηρηθεί ότι πολλές φορές όταν εκδικάζονται περιπτώσεις συντροφικής βίας εφήβων, οι δικαστές δεν τις αντιμετωπίζουν με τη δέουσα βαρύτητα, θεωρώντας ότι είναι ασήμαντα προβλήματα ρομαντικού χαρακτήρα, χωρίς να κατανοούν ότι οι συνέπειες άσκησης βίας στις σχέσεις εφήβων είναι ίδιες με τις συνέπειες της βίας σε σχέσεις ενηλίκων. Εκτός από την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών, απαιτείται και η αντίστοιχη επιμόρφωση της αστυνομίας, για να μπορεί να ανταποκριθεί κατάλληλα σε περιπτώσεις συντροφικής βίας.

– Τη θέσπιση μέτρων ώστε να μην είναι απαραίτητη η αυτοπρόσωπη κατάθεση της έφηβης για την καταδίκη δραστών σωματικής βίας. Αρκετές φορές έχει παρατηρηθεί ότι οι έφηβες αποσύρουν την αρχική τους μήνυση ύστερα από πίεση που δέχονται από τη σχέση τους ή την οικογένειά τους είτε ύστερα από τη δική τους απροθυμία να υποβληθούν σε εξέταση μαρτύρων σε μία ανοικτή ακροαματική διαδικασία, με συνέπεια οι εισαγγελείς να μην θέλουν να προχωρήσουν στην καταδίκη των δραστών χωρίς την κατάθεση της έφηβης. Οι εισαγγελείς πρέπει να κατανοήσουν ότι η έφηβη μπορεί να δέχεται απειλές από τον δράστη της βίας για να εξαναγκαστεί να αποσύρει τη μήνυσή της και ως εκ τούτου πρέπει να δημιουργηθεί το κατάλληλο πλαίσιο ώστε να είναι δυνατή η αυτεπάγγελτη δίωξη του δράστη με τη χρήση στοιχείων ιατρικής ή αστυνομικής φύσης ή η να καταστεί δυνατή η δίωξη του δράστη μέσω της κατάθεσης τρίτου που θα αφορά τη γνωμάτευση ψυχολόγου είτε αστυνομικού είτε ιατρού.

–Τη θέσπιση εναλλακτικών ποινών για τους έφηβους δράστες όπως την υποχρεωτική παρακολούθηση προγραμμάτων αναδιάρθρωσης-αποκατάστασης ανδρών.(39)

Σημαντικά ζητήματα μένουν ακόμα να απαντηθούν όπως:
Ποια είναι η ευθύνη της πολιτείας απέναντι στη φαινόμενο της βίας που εξακολουθούν να υφίστανται; Είναι υπόλογη η πολιτεία για τη βία, θεωρώντας ότι απέτυχε να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα των γυναικών;
Κατά πόσο η βία που υφίστανται οι έφηβες στις συντροφικές τους σχέσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι απορρέει από την παράλειψη άσκησης κατάλληλης κυβερνητικής πολιτικής για την αποφυγή ανάπτυξης αυτού του είδους του φαινομένου;


36
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο νόμος στην πολιτεία του Αϊντάχο που επιτρέπει στις-στους έφηβες-ους ή και στους γονείς τους να κάνουν αίτηση για ασφαλιστικά μέτρα ήρθε σε ισχύ το 2000, και είναι γνωστός ως “Cassie’s Law”, ο οποίος πήρε το όνομά του από το όνομα μίας έφηβης η οποία δολοφονήθηκε από το αγόρι της. Η μητέρα της έφηβης είχε προσπαθήσει, χωρίς αποτέλεσμα, να κάνει αίτηση για ασφαλιστικά μέτρα για να προστατέψει την κόρη της, αλλά είχε συναντήσει την άρνηση του δικαστή, ο οποίος της είπε ότι δεν υπάρχει το θεσμικό πλαίσιο που να επιτρέπει την έκδοση ασφαλιστικών μέτρων. Ο εν λόγω νόμος διευκρινίζει ότι μία-ένας έφηβη-ος μπορεί να κάνει αίτηση για έκδοση ασφαλιστικών μέτρων όπως και οι γονείς του εκ μέρους της-του.

37
Βλ. http://www.ncvc.org/law/issues/dating_violence/minor's %20protective %20orders.htm
38 Η αναγκαιότητα των εν λόγω μέτρων υποστηρίζεται από την Αμερικανίδα νομικό Sheila James Kuehl (1998), Legal remedies for teen dating violence. In Levy, B. (Ed), Dating Violence: Young Women in Danger (209-222). Seattle.: Seal Press. σελ. 214-215. Σ’ αυτή την παράγραφο, παρουσιάζουμε αυτά που θεωρούμε ότι είναι εφικτό να εφαρμοστούν και στην Ελλάδα.
39 Τέτοιου είδους προγράμματα που έχουν ως στόχο την διακοπή της άσκησης της βίας καθώς και της άσκησης ελέγχου και εξουσίας από του δράστες απέναντι στις συντρόφους τους έχουν θεσπιστεί σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ, καθώς και σε κάποιες χώρες της ΕΕ όπως η Βρετανία και η Αυστρία και οι δράστες άσκησης βίας υποχρεώνονται να τα παρακολουθούν σε αντάλλαγμα της ποινικής παραπομπής τους. Η ολοκλήρωση της παρακολούθησης αυτών των προγραμμάτων είναι υποχρεωτική και σε περίπτωση μη ολοκλήρωσης ξεκινάει αυτόματα η ποινική διαδικασία εκδίκαση της υπόθεσης.


Ευχαριστούμε την Μ. Πενταράκη για την παραχώρηση τμήματος της αδημοσίευτης διατριβής της, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Κοινωνιολογίας το 2003 «Έκταση, μορφές και συνέπειες της βίας που υφίστανται έφηβες, μαθήτριες λυκείου, στις συντροφικές τους σχέσεις».


Ο όρος «γενετήσια ζωή» εννοεί την σεξουαλική ζωή, ο όρος «γενετήσια ελευθερία» την σεξουαλική ελευθερία και ο όρος "γενετήσιος προσανατολισμός" τον σεξουαλικό προσανατολισμό. Η ελληνίδες-ες νομοθέτιδες-ες καθώς και πληθώρα επιστημονισών-ων αρνούνται να κάνουν σωστά την μετάφραση από τα ευρωπαϊκά κείμενα του sexual orientation και όλων συναφών όρων. Συντηρείται έτσι η ετεροκανονιστικότητα. Σεξουαλικότητα=ετεροσεξουαλικότητα-αναπαραγωγή.
Mετά από πολύ σοβαρές πιέσεις που ασκήθηκαν στην Επιτροπή για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών (CEDAW), αυτή συμπεριέλαβε και την εξάλειψη των διακρίσεων στη βάση του σεξουαλικού προσανατολισμού για τις λεσβίες.
Παρότι ο νόμος για την ενδοοικογενειακή βία υπάρχει σήμερα, η πρακτική εφαρμογή του
έχει εξαιρετικές δυσκολίες, δεν προστατεύει τη γυναίκα-θύμα και αναφέρεται μόνο μέσα στο γάμο. Ο κακοποιητικός σύντροφος διαφεύγει του νόμου.
Τέλος στο νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει τα παιδιά και μια ακόμη μορφή βίας μέσα στο γάμο αυτή της αποκάλυψης του σεξουαλικού προσανατολισμού, είτε πρόκειται για την σύζυγο είτε για τα παιδιά.
Ευαγγελία Βλάμη