20 Οκτ 2009

Οι μακεδονομάχες του ντιμπέιτ

Οι μακεδονομάχες-οι του ντιμπέιτ

Στη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών διατυπώθηκαν επίμονες ερωτήσεις για τη θέση των Οικολόγων Πράσινων στο μακεδονικό ζήτημα. Υποθέσαμε αρχικά ότι αντανακλούν το ενδιαφέρον του κοινού για το θέμα. Εάν είναι έτσι, τότε γιατί δεν ερωτώνται οι υπουργοί Εξωτερικών των τελευταίων ετών για το σημερινό αδιέξοδο; Γιατί δεν ερωτάται ο κ. Βενιζέλος, εμπνευστής του εμπάργκο κατά της ΠΓΔΜ, πώς το αξιολογεί σήμερα ως πρακτική επίλυσης διεθνών διαφορών; Και αφού στα πάνελ συμμετέχουν και θιασώτες του ανέξοδου μαξιμαλισμού που έβγαζαν τον κόσμο στις πλατείες να ασκήσει εξωτερική πολιτική, γιατί δεν ερωτώνται μήπως η τακτική τους τροφοδότησε ή ανακύκλωσε τον εθνικιστικό χουλιγκανισμό των γειτόνων; Δεν απαιτείται ιδιαίτερο θάρρος, κύριοι Σρόιτερ και Λιάτσο, για να εκθέσετε τον κ. Τρεμόπουλο ή να ασκήσετε κριτική στους Οικολόγους Πράσινους. Αυτό είναι εύκολο για άλλους λόγους. Θάρρος χρειάζεται για να αναφερθείτε στην εθνική μας τύφλωση. Θάρρος χρειάζεται για να αποκαλύψετε τον στρουθοκαμηλισμό μας, όταν υπάρχει μια χώρα «εξαποδώ» την οποία όλοι πλην ημών ονομάζουν Μακεδονία. Θάρρος χρειάζεται για να πάτε αντίθετα στην κοινή γνώμη και το πολιτικό προσωπικό που βολεύονται με τη σημερινή κωμικοτραγική κατάσταση. Ιδού λοιπόν μια υποθετική ερώτηση για την επόμενη συνέντευξή σας με πολιτικό αρχηγό:

είστε ευχαριστημένος που έπειτα από 20 χρόνια καταλήξαμε να «σκιάζουμε» τα διεθνή αρχικά της γειτονικής χώρας στα αποτελέσματα αγώνων μπάσκετ για να μην τα βλέπουν οι Έλληνες τηλεθεατές και... ταράζονται;

Στο ντιμπέιτ έγινε φανερό ότι υπάρχουν θέματα στα οποία δεν χωράει αποκλίνουσα- από εκείνη που τα μίντια προκρίνουν ως αποδεκτή- άποψη. Δεν συγχωρείται η υπόνοια ότι θα έπρεπε η Ελλάδα να χειριστεί διαφορετικά το θέμα της ΠΓΔΜ. Δεν επιτρέπονται στα μειονοτικά θέματα απαντήσεις σαν του κ. Χρυσόγελου πως «αυτά, όπως και τα θέματα των γλωσσών, δεν τα αποφασίζει ένα κόμμα, αλλά είναι θέματα διεθνών συμβάσεων και πρέπει να τίθενται με βάση το διεθνές δίκαιο». Οι ερωτώντες δημοσιογράφοι θεωρούν πως μειονότητες υπάρχουν σε μια χώρα μόνο όταν η κυβέρνηση και τα τηλεπαράθυρα αναγνωρίζουν την ύπαρξή τους. Έτσι άραγε αντιμετωπίζουν, για παράδειγμα, και τους Κούρδους της Τουρκίας;

Στο ντιμπέιτ έγινε επίσης φανερό ότι ορισμένοι δημοσιογράφοι θα ήθελαν να περνούν τους πολιτικούς αρχηγούς από προφορικές εξετάσεις στο μάθημα της Ιστορίας. Έτσι έκαναν ρωτώντας για την πληθυσμική σύνθεση της Θεσσαλονίκης το 1912. Είναι όμως αυτή η δουλειά τους; Είναι δουλειά των πολιτικών να πλειοδοτούν για θέματα Ιστορίας; Αμφιβάλλουμε. Μπορεί, όπως γράφτηκε, αυτό να φέρνει φύλλα στους μεν και ψήφους στους δε (Μανδραβέλης, «Καθημερινή» 24/9). Ανέκαθεν άλλωστε ήταν επικερδέστερο να εμπορεύεται κανείς εθνικό φρόνημα παρά να υποστηρίζει πράγματα μη ευχάριστα στα αυτιά. Και πάντως, όποιος πολιτευόμενος επιλέγει τη δεύτερη οδό, ας έχει τον νου του. Κάποιος δημοσιογράφος μπορεί να εγκαταλείψει για λίγο το κοσμικό ρεπορτάζ της Μυκόνου και να ασχοληθεί με θέματα διεθνούς πολιτικής. Και τότε ο πολιτευόμενος θα παλεύει να αποτινάξει το στίγμα της μειωμένης εθνικής συνείδησης.


Το άρθρο το βρήκαμε στις 28.9.09 στην εφημερίδα τα Νέα, γραμμένο από τον Κωστή Παπαϊωάννου, πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα της-του Ανθρώπου, στην http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=4&artid=4538393