14 Νοε 2009

Ορκωμοσία Α

Το κείμενο λόγω του μεγέθους του, χωρίστηκε σε δύο μέρη. Βρίσκεστε στο πρώτο μέρος -Α
Nο Φ.092.22 / 1630 – 1 / 1
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΔΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
(Προσφυγή υπ’ αριθ. 19516/06)

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ 21 Φεβρουαρίου 2008
Η παρούσα απόφαση θα καταστεί οριστική υπό τις οριζόμενες στο άρθρο 44 παρ. 2 της Συμβάσεως προϋποθέσεις.
Ενδέχεται να τύχει βελτιώσεων ως προς τη μορφή.

ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

Στρασβούργο, 21 Φεβρουαρίου 2008
- υπογραφή -
S. NIELSEN
Γραμματέας του Τμήματος

Στην υπόθεση Αλεξανδρίδη κατά της Ελλάδος
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Πρώτο Τμήμα),
συνεδριάζον σε τμήμα συντιθέμενο από τις δικαστίνες-ες :
Λουκή Λουκαΐδη, Πρόεδρο, Χρήστο Ροζάκη, Nina Vajić, Khanlar Hajiyev, Dean Spielmann,
Sverre Erik Jebens, Giorgio Malinverni,
και τον Γραμματέα του Τμήματος, Søren Nielsen.

Αφού διασκέφτηκε σε συμβούλιο στις 31 Ιανουαρίου 2008.
Εκδίδει την ακόλουθη απόφαση, η οποία υιοθετήθηκε κατά την ως άνω ημερομηνία :

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση εισήχθη δυνάμει της (υπ’ αριθ. 19516/06) προσφυγής, την οποία κατέθεσε κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας ο Έλληνας υπήκοος Θεόδωρος Αλεξανδρίδης («ο προσφεύγων»), ο οποίος προσέφυγε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 3 Μαΐου 2006 δυνάμει του άρθρου 34 της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών («η Σύμβαση»).

2. Ο προσφεύγων εκπροσωπείται από το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι, μέλος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ελσίνκι. Η Ελληνική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσωπείται από τους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους του πληρεξουσίου της, Σ. Σπυρόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και Ι. Μπακόπουλο, Δικαστικό Αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

3. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι το γεγονός ότι αναγκάστηκε να αποκαλύψει ότι δεν ήταν χριστιανός ορθόδοξος, παραβίασε το δικαίωμα μη αποκαλύψεως των θρησκευτικών του πεποιθήσεων.

4. Στις 11 Μαΐου 2006, το Δικαστήριο απεφάσισε να κοινοποιήσει στην Κυβέρνηση τις σχετικές προς τα άρθρα 9 και 13 της Συμβάσεως αιτιάσεις. Δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 29 παρ. 3 της Συμβάσεως, το Δικαστήριο απεφάσισε να αποφανθεί ταυτοχρόνως επί του παραδεκτού και της ουσίας.

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ι. ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ

5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, ο προσφεύγων διορίσθηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Αθηνών.

6. Στις 2 Νοεμβρίου 2005, ο προσφεύγων μετέβη στο Πρωτοδικείο Αθηνών, προκειμένου να δώσει τον όρκο της υπηρεσίας του. Πράγματι, κατά το άρθρο πρώτο του Κώδικα Ελλήνων Δικηγόρων (βλ. παρ. 17 κατωτέρω), απαιτούμενη προϋπόθεση ασκήσεως των καθηκόντων του είναι η ορκωμοσία της-του δικηγόρου ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου.

Α. Η εκδοχή του προσφεύγοντος όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά

7. Ο προσφεύγων μετέβη στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου. Κατά τη συνήθη πρακτική, η γραμματεία του δικαστηρίου έδωσε στον προσφεύγοντα το τυποποιημένο έντυπο και τον κάλεσε να το συμπληρώσει, προσθέτοντας την ημερομηνία και την οικογενειακή του κατάσταση.

8. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων ενεφανίσθη ενώπιον της Προέδρου του Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δημόσια συνεδρίαση η οποία πραγματοποιείτο εκείνη την ημέρα, της παρέδωσε το έντυπο, δεόντως συμπληρωμένο, και της ζήτησε να του επιτρέψει να δώσει τον όρκο της υπηρεσίας του.

9. Η Πρόεδρος του Δικαστηρίου κάλεσε τον προσφεύγοντα να θέσει το δεξί χέρι του στο Ευαγγέλιο και να ορκισθεί. Ο προσφεύγων πληροφόρησε την Πρόεδρο ότι δεν ήταν χριστιανός ορθόδοξος και ότι, επομένως, επιθυμούσε να προβεί σε πολιτικού χαρακτήρα ορκοδοσία. Η Πρόεδρος έκανε δεκτό το αίτημα του προσφεύγοντος.

10. Μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, το πρακτικό υπεγράφη από την Πρόεδρο και τον Γραμματέα του Δικαστηρίου.

Β. Οι εκδοχές της Κυβερνήσεως όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά

1. Συμφώνως προς τις αρχικές παρατηρήσεις

11. Αντί να μεταβεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία η οποία αποτελεί συνήθη πρακτική, ο προσφεύγων ενεφανίσθη κατευθείαν ενώπιον της Προέδρου του Δικαστηρίου και της ζήτησε να του επιτρέψει να δώσει πολιτικό όρκο. Η Πρόεδρος έκανε δεκτό το αίτημα του προσφεύγοντος.

12. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων μετέβη στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου. Ενώ εκεί υπήρχαν δύο διαφορετικά έντυπα, ένα για τον θρησκευτικό και ένα για τον πολιτικό όρκο, ο προσφεύγων δεν ζήτησε το αντίστοιχο προς την περίπτωσή του έντυπο, αλλά συμπλήρωσε το έντυπο με το οποίο βεβαιώνεται η θρησκευτικού χαρακτήρα ορκωμοσία. Η Γραμματεία υπέγραψε το πρακτικό και χορήγησε αντίγραφα στον προσφεύγοντα.

2. Συμφώνως προς τις παρατηρήσεις προς αντίκρουση των παρατηρήσεων του προσφεύγοντος

13. Ο προσφεύγων ενεφανίσθη ενώπιον της Προέδρου του Πρωτοδικείου Αθηνών, κρατώντας ένα έντυπο πρακτικού ορκωμοσίας θρησκευτικού χαρακτήρα.

14. Η Πρόεδρος κάλεσε τον προσφεύγοντα να δώσει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 19 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα (βλ. παρ. 18 κατωτέρω) όρκο, χωρίς να ζητήσει από τον προσφεύγοντα να αποκαλύψει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του. Ο προσφεύγων αντέδρασε και ζήτησε να δώσει πολιτικό όρκο. Η Πρόεδρος έκανε δεκτό το αίτημα του προσφεύγοντος.

15. Μόλις επέστρεψε στη Γραμματεία, ο προσφεύγων ζήτησε αντίγραφα του πρακτικού ορκωμοσίας και δεν προέβη σε καμία ενέργεια αποσκοπούσα στη διόρθωση του εν λόγω πρακτικού.

Γ. Το από 2 Νοεμβρίου 2005 πρακτικό συνεδριάσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών

16. Το τυποποιημένο κείμενο, το οποίο συντάχθηκε μετά το πέρας της ορκωμοσίας του προσφεύγοντος, είχε ως εξής : Κατά τη σημερινή δημόσια συνεδρίαση, ο Θεόδωρος Αλεξανδρίδης ενεφανίσθη και επέδειξε στην Πρόεδρο το Φ.Ε.Κ. 222/8-9-2005, δυνάμει του οποίου διορίσθηκε δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Αθηνών, και ζήτησε την άδεια να ορκισθεί ως δικηγόρος. Ο Εισαγγελέας έλαβε τον λόγο και πρότεινε να του δοθεί η άδεια να ορκισθεί. Η Πρόεδρος κάλεσε (…) [τον ενδιαφερόμενο] ο οποίος, αφού έθεσε το δεξί χέρι του στο Ιερό Ευαγγέλιο, έδωσε τον όρκο που του υπαγόρευσε η Πρόεδρος : «Ορκίζομαι να φυλάττω πίστην εις την Πατρίδα, υπακοήν εις το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους και να εκπληρώ
τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα μου». Σε πίστωση των ανωτέρω το παρόν
πρακτικό συντάχθηκε και υπεγράφη. (υπογραφή της Προέδρου και του Γραμματέα)

ΙΙ. ΟΙΚΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
17. Στην Ελλάδα, το καθεστώς των δικηγόρων διέπεται από τον Κώδικα των Δικηγόρων, ν.δ. 3026/1954.

Άρθρο 1
Η-ο Δικηγόρος είναι άμισθη δημόσια υπάλληλος, διοριζόμενη διά βασιλικού διατάγματος και υπαγόμενη εις πειθαρχικήν εξουσίαν ασκουμένην κατά τας διατάξεις του παρόντος. Προ πάσης ασκήσεως των καθηκόντων τηςη δικηγόρος υποχρεούται να δώση τον όρκον της υπηρεσίας της ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου και να εγγραφή εις το μητρώον του Δικηγορικού Συλλόγου, μεθ’ ην εγγραφήν τελειούται ο διορισμός.

Άρθρο 22
«1. Η-ο διορισθείσα υποχρεούται να ομώση τον όρκον της Δημόσιας Υπαλλήλου εν δημοσιία συνεδριάσει του Πρωτοδικείου (…)

(…)

3. Η-ο Γραμματεύς του Πρωτοδικείου υποχρεούται, όπως συντάσση αυθημερόν το περί ορκωμοσίας πρακτικόν και αποστέλλη αντίγραφον τούτου εντός οκτώ ημερών εις τον οικείον Δικηγορικόν Σύλλογον, της ορκωμοσίας αποδεικνυομένης μόνον δια του πρακτικού.»

18. Το άρθρο 19 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα έχει ως εξής :
Ορκωμοσία – Ανάληψη υπηρεσίας

1. (…) Ο όρκος έχει ως εξής :
α) «Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου».
(…)

γ) Όσες-οι δηλώνουν ότι δεν πρεσβεύουν καμία θρησκεία ή πρεσβεύουν θρησκεία που δεν επιτρέπει τον όρκο, παρέχουν, αντί όρκου, την ακόλουθη διαβεβαίωση : «Δηλώνω, επικαλούμενη-ος την τιμή και τη συνείδησή μου, ότι θα φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντά μου. (…)»

19. Κατά τη συνήθη πρακτική, η-ο δικηγόρος η οποία επιθυμεί να παράσχει όρκο ή διαβεβαίωση, μεταβαίνει στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου της έδρας του Δικηγορικού Συλλόγου του οποίου είναι μέλος, για να λάβει ένα έντυπο πρακτικού με τυποποιημένο κείμενο. Η-ο ενδιαφερόμενη, πρέπει να συμπληρώσει ορισμένα στοιχεία, όπως η ημερομηνία, η οικογενειακή κατάσταση και ο αριθμός του Φ.Ε.Κ. δυνάμει του οποίου διορίσθηκε δικηγόρος. Στη συνέχεια, εμφανίζεται ενώπιον του δικαστηρίου και παραδίδει το έντυπο στην πρόεδρο, η οποία την καλεί να ορκισθεί.
Μετά την ορκωμοσία, η πρόεδρος και η γραμματέας υπογράφουν το πρακτικό, αντίγραφο του οποίου πρέπει να κατατεθεί από την ενδιαφερόμενη στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο.

20. Το άρθρο 145 ΚΠΔ ορίζει ότι :
Διόρθωση και συμπλήρωση της απόφασης, της διάταξης και των πρακτικών
1. Όταν στην απόφαση ή στη διάταξη υπάρχουν λάθη ή παραλείψεις που δεν δημιουργούν ακυρότητα, η δικαστίνα που τις εξέδωσε διατάσσει αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση της εισαγγελέα ή κάποιας από τις διαδίκους τη διόρθωση ή τη συμπλήρωσή τους, αν δεν μεταβάλλονται ουσιαστικά και δεν αλλοιώνεται η αληθινή εικόνα αυτών που πράγματι συνέβησαν στο ακροατήριο.

2. Η διόρθωση ή η συμπλήρωση μπορεί να αφορά, εκτός από τις άλλες παραλείψεις, και τα όσα αναφέρονται ως προς την ταυτότητα της κατηγορούμενης, τη συμπλήρωση του ανεπαρκούς αιτιολογικού και τη διευκρίνιση του διατακτικού της απόφασης (…)

3. Μέσα σε είκοσι ημέρες από την, κατά το άρθρο 142 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο, καταχώριση στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων πρακτικών είναι δυνατό να ζητηθεί από τις διαδίκους και την εισαγγελέα ή να προκληθεί αυτεπαγγέλτως από την δικαστίνα η διόρθωση των λαθών που υπάρχουν στα πρακτικά ή η συμπλήρωση των ελλείψεων, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1.

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Ι. ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΙΤΙΑΣΕΩΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 8, 9 ΚΑΙ 14 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ

21. Ο προσφεύγων παραπονείται ότι κατά την ορκωμοσία, η οποία προβλέπεται από τα άρθρα 1 και 22 του Κώδικα των Δικηγόρων, αναγκάσθηκε να αποκαλύψει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του κατά παράβαση των άρθρων 8, 9 και 14 της Συμβάσεως. Το Δικαστήριο θα εξετάσει τις αιτιάσεις του προσφεύγοντος μόνον υπό το πρίσμα του άρθρου 9 της Συμβάσεως, το οποίο ορίζει ότι :
«1. Παν πρόσωπο δικαιούται εις την ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερία αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών.

2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσία ασφάλεια, την προάσπιση της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων

Α. Επί του παραδεκτού
22. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει, πρωτίστως, ότι ο προσφεύγων δεν εξήντλησε τα εσωτερικά ένδικα μέσα, διότι ηδύνατο να ζητήσει τη διόρθωση του πρακτικού δυνάμει του άρθρου 145 ΚΠΔ. Κατά την Κυβέρνηση, η δήθεν παραβίαση της ελευθερίας θρησκείας του προσφεύγοντος αφορούσε το γεγονός ότι το πρακτικό τον εμφάνιζε ως έχοντα παράσχει θρησκευτικό όρκο, εν αντιθέσει προς τις πεποιθήσεις του. Ωστόσο, η υποβολή αιτήματος για τη διόρθωση του πρακτικού, θα είχε προσφέρει στον προσφεύγοντα θεραπεία της καταστάσεως.

23. Ο προσφεύγων αντικρούει την επιχειρηματολογία της Κυβερνήσεως. Κατά τον προσφεύγοντα, οι αιτιάσεις του αφορούν, κυρίως, το γεγονός ότι το πρακτικό δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, αλλά στον εξαναγκασμό να αποκαλύψει δημόσια τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του κατά την επίδικη διαδικασία. Εν τούτοις, το ελληνικό δίκαιο δεν προσφέρει ένδικα μέσα διαθέσιμα και αποτελεσματικά που θα επέτρεπαν θεραπεία της καταστάσεως.

24. Το Δικαστήριο υπομιμνήσκει ότι δυνάμει του κανόνα της εξαντλήσεως των εσωτερικών ενδίκων μέσων, ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 35 παρ. 1 της Συμβάσεως, πρέπει μια προσφεύγουσα να αξιοποιεί τα κατά κανόνα διαθέσιμα και επαρκή ένδικα μέσα, προκειμένου να επιτύχει αποκατάσταση των παραβιάσεων οι οποίες, όπως ισχυρίζεται, έλαβαν χώρα, εξυπακούεται δε ότι έγκειται στην Κυβέρνηση η οποία υποστηρίζει ότι δεν εξαντλήθηκαν τα ένδικα μέσα, να πείσει το Δικαστήριο ότι η επικαλούμενη προσφυγή ήταν πραγματική, αποτελεσματική και διαθέσιμη, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο επισυνέβησαν τα περιστατικά, ότι, δηλαδή, το εν λόγω ένδικο μέσο ήταν προσβάσιμο και ικανό να προσφέρει στην προσφεύγουσα θεραπεία της καταστάσεως και ότι
παρουσίαζε εύλογες προοπτικές επιτυχίας (βλ., μεταξύ άλλων, Akdivar κ.λ.π. κατά Τουρκίας, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1996, Συλλογή Αποφάσεων 1996-IV, σελ. 1210, παρ. 66, και Giacobbe κ.λ.π. κατά Ιταλίας, αριθμός προσφυγής 16041/02, παρ. 63, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005).

25. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η επικαλούμενη από την Κυβέρνηση αίτηση διορθώσεως δεν δύναται να θεωρηθεί ότι πληροί τις απαιτούμενες από το άρθρο 35 της Συμβάσεως προϋποθέσεις όσον αφορά την προσβασιμότητα και την αποτελεσματικότητα. Πράγματι, πρόκειται για μία διαδικασία η οποία προβλέπεται από τον Κώδικα Ποινικής Διαδικασίας και έχει εφαρμογή a priori σε ποινικό επίπεδο. Από τη διατύπωση της διατάξεως αυτής δεν προκύπτει ότι δύναται αυτή να έχει εφαρμογή στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών, ιδία δε στις συνοπτικές μη δικαστικής φύσεως διαδικασίες, όπως η ορκωμοσία. Εξ άλλου, η Κυβέρνηση δεν ανέφερε κάποιο νομολογιακό παράδειγμα το οποίο θα επέτρεπε στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η προτεινόμενη προσφυγή εισήχθη αποτελεσματικά σε περιπτώσεις παρόμοιες με εκείνη της προσφεύγουσας-ντος.

26. Υπό το φως των ως άνω σκέψεων, έπεται ότι πρέπει να απορριφθεί η ένσταση.

27. Εξ άλλου, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 παρ. 3 της Συμβάσεως, και ότι δεν προσκρούει σε άλλον λόγο απαραδέκτου. Αρμόζει, επομένως, να γίνει η αιτίαση αυτή δεκτή ως παραδεκτή.

Η συνέχεια της απόφασης είναι εδώ
Το κείμενο το βρήκαμε στην http://www.nsk.gr/edad/ee453.pdf