22 Ιαν 2010

Ισπανία 15


Δέκατη Τρίτη Συμπληρωματική Διάταξη. Τροποποιήσεις του νόμου περί Διαδικασίας Επίλυσης Εργατικών Διαφορών
Το αναθεωρημένο κείμενο του νόμου περί Διαδικασίας Επίλυσης Εργατικών Διαφορών που εγκρίθηκε με το Βασιλικό Νομοθετικό Διάταγμα 2/1995, της 7ης Απριλίου τροποποιείται ως εξής:
Πρώτον. Προστίθεται ένα νέο δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 2 του άρθρου 27 ως ακολούθως:
«Τα παραπάνω, εφαρμόζονται με την επιφύλαξη της δυνατότητας απαίτησης από τα προαναφερόμενα δικαστήρια αποζημίωσης λόγω διάκρισης ή παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 180 και 181 του παρόντος νόμου».
Δεύτερον. Η παράγραφος 2 του άρθρου 108 διατυπώνεται με τον ακόλουθο τρόπο:
«2. Ακυρώνεται η απόλυση που οφείλεται σε κάποια από τις αιτίες διάκρισης που απαγορεύονται από το Σύνταγμα ή από το νόμο, ή που πραγματοποιείται με παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των δημόσιων ελευθεριών του εργαζομένου.
Επιπλέον η απόφαση απόλυσης θεωρείται άκυρη στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν πρόκειται για εργαζόμενους κατά τη διάρκεια της περιόδου διακοπής της σύμβασης εργασίας λόγω μητρότητας , κινδύνου κατά την εγκυμοσύνη, κινδύνου κατά το μητρικό θηλασμό, ασθενειών που προκλήθηκαν από την εγκυμοσύνη, τον τοκετό ή το μητρικό θηλασμό, υιοθεσίας , αναδοχής ή πατρότητας όπως αναφέρονται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 45 του Αναθεωρημένου Κειμένου του Νόμου περί Καταστατικού των Εργαζομένων, ή όταν η κοινοποίηση έγινε σε ημερομηνία που οδήγησε στη λήξη της περιόδου προειδοποίησης μέσα στην προαναφερόμενη περίοδο .
β) όταν πρόκειται για εγκύους εργαζόμενες, από την ημερομηνία έναρξης της εγκυμοσύνης μέχρι την αρχή της περιόδου διακοπής που αναφέρεται στο στοιχείο α), για εργαζόμενους που έχουν ζητήσει ή έχουν λάβει μια από τις άδειες που αναφέρονται στις παραγράφους 4, 4 α και 5 του άρθρου 37 του Καταστατικού των Εργαζομένων , ή που έχουν ζητήσει ή έχουν λάβει την άδεια που προβλέπεται στην παράγραφο εδάφιο 3 του άρθρου 46 και για εργαζόμενες θύματα βίας λόγω φύλου επειδή άσκησαν τα δικαιώματα μείωσης ή ανακατανομής του χρόνου εργασίας, γεωγραφικής κινητικότητας, αλλαγής της θέσης εργασίας ή διακοπής της εργασιακής σχέσης σύμφωνα με τους όρους και τις συνθήκες που αναφέρονται στο Καταστατικό των Εργαζομένων.
γ) Όταν πρόκειται για εργαζόμενους που επέστρεψαν στην εργασία τους μετά το πέρας της περιόδου διακοπής της σύμβασης λόγω μητρότητας, υιοθεσίας αναδοχής ή πατρότητας με την προϋπόθεση ότι δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των εννέα μηνών από την ημερομηνία γέννησης, υιοθεσίας ή αναδοχής του παιδιού.
Οι διατάξεις των ανωτέρω στοιχείων εφαρμόζονται εκτός και αν δηλώνεται η εγκυρότητα της απόφασης απόλυσης για λόγους που δε συνδέονται με την εγκυμοσύνη ή με την άσκηση του δικαιώματος των προαναφερόμενων αδειών ».
Τρίτον. Τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 122, ως ακολούθως:
«2. Η απόφαση απόλυσης θεωρείται άκυρη όταν:
α) Δεν ακολουθήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις της γραπτής κοινοποίησης όπου αναφέρεται και ο λόγος απόλυσης.
β) Δε δόθηκε στον εργαζόμενο η αντίστοιχη αποζημίωση, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η αξίωση αυτή δεν είναι νόμιμα απαιτητή.
γ) Προκαλεί διακρίσεις ή είναι αντίθετη με τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις δημόσιες ελευθερίες του εργαζόμενου.
δ) Πραγματοποιήθηκε παράνομα με παραβίαση των κανόνων που θεσπίζονται για τις συλλογικές απολύσεις στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 51.1 του Αναθεωρημένου Κειμένου του νόμου περί Καταστατικού των Εργαζομένων.
Επιπλέον η απόφαση απόλυσης θεωρείται άκυρη στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) όταν πρόκειται για εργαζόμενους κατά τη διάρκεια της περιόδου διακοπής της σύμβασης εργασίας λόγω μητρότητας , κινδύνου κατά την εγκυμοσύνη, κινδύνου κατά το μητρικό θηλασμό, ασθενειών που προκλήθηκαν από την εγκυμοσύνη, τον τοκετό ή το μητρικό θηλασμό, υιοθεσίας , αναδοχής ή πατρότητας όπως αναφέρονται στο στοιχείο δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 45 του Αναθεωρημένου Κειμένου του Νόμου περί Καταστατικού των Εργαζομένων, ή όταν η κοινοποίηση έγινε σε ημερομηνία που οδήγησε στη λήξη της περιόδου προειδοποίησης μέσα στην προαναφερόμενη περίοδο .
β) όταν πρόκειται για εγκύους εργαζόμενες, από την ημερομηνία έναρξης της εγκυμοσύνης μέχρι την αρχή της περιόδου διακοπής που αναφέρεται στο στοιχείο α), για εργαζόμενους που έχουν ζητήσει ή έχουν λάβει μια από τις άδειες που αναφέρονται στις παραγράφους 4, 4 α και 5 του άρθρου 37 του Καταστατικού των Εργαζομένων , ή που έχουν ζητήσει ή έχουν λάβει την άδεια που προβλέπεται στην παράγραφο εδάφιο 3 του άρθρου 46 και για τις εργαζόμενες που είναι θύματα βίας λόγω φύλου επειδή άσκησαν τα δικαιώματα μείωσης ή ανακατανομής του χρόνου εργασίας, γεωγραφικής κινητικότητας, αλλαγής της θέσης εργασίας ή διακοπής της εργασιακής σχέσης σύμφωνα με τους όρους και τις συνθήκες που αναφέρονται στο Καταστατικό των Εργαζομένων.
γ) Όταν πρόκειται για εργαζόμενους που επέστρεψαν στην εργασία τους μετά το πέρας της περιόδου διακοπής της σύμβασης λόγω μητρότητας, υιοθεσίας, αναδοχής ή πατρότητας με την προϋπόθεση ότι δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των εννέα μηνών από την ημερομηνία γέννησης, υιοθεσίας ή αναδοχής του παιδιού.
Οι διατάξεις των ανωτέρω στοιχείων εφαρμόζονται εκτός και αν δηλώνεται η εγκυρότητα της απόφασης απόλυσης για λόγους που δε συνδέονται με την εγκυμοσύνη ή με την άσκηση του δικαιώματος των προαναφερόμενων αδειών ».
Τέταρτον. Προστίθεται νέο στοιχείο δ) στο άρθρο 146, ως ακολούθως:
«δ) Των κοινοποιήσεων της Επιθεώρησης Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης σχετικά με τη διαπίστωση διακρίσεων λόγω φύλου όπου αναφέρεται η βάση υπολογισμού της εκτιμώμενης βλάβης εις βάρος του εργαζομένου με σκοπό τον προσδιορισμό της αντίστοιχης αποζημίωσης.
Στην περίπτωση αυτή η αντίστοιχη Διεύθυνση της Επιθεώρησης ενημερώνει σχετικά την αρμόδια εργασιακή αρχή με σκοπό την συνεκδίκαση συναφών αγωγών εάν ξεκινήσει στη συνέχεια η αυτεπάγγελτη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 149 του παρόντος νόμου».
Πέμπτον. Τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 149 ως ακολούθως:
«2. Επιπλέον, στην περίπτωση όπου οι πράξεις παράβασης αφορούν κάποιο από τα θέματα που εξετάζονται στις παραγράφους 2, 6 και 10 των άρθρων 7 και 2, 11 και 12 του άρθρου 8 του Αναθεωρημένου Κειμένου του νόμου περί Παραβάσεων και Κυρώσεων από τα Επαγγελματικά Δικαστήρια που εγκρίθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα 5/2000, της 4ης Αυγούστου και ο εναγόμενος τις αντέκρουσε με βάση ισχυρισμούς και αποδείξεις από τις οποίες συνάγεται ότι η γνώση της ουσίας του ζητήματος ανήκει στη δικαιοδοσία των επαγγελματικών δικαστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 9.5 του Οργανικού Νόμου περί Δικαστικής Εξουσίας».
Έκτον. Τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 180, ως ακολούθως:
«1. Η απόφαση δηλώνει την ύπαρξη ή μη, της καταγγελλόμενης παραβίασης. Στην πρώτη περίπτωση και μετά τη δήλωση της πλήρους ακύρωσης της ενέργειας του εργοδότη, της εργοδοτικής ένωσης, της δημόσιας υπηρεσίας ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, φορέα ή οργανισμού δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, διατάσσεται η άμεση παύση της αντισυνδικαλιστικής συμπεριφοράς , η επαναφορά στην πρότερη κατάσταση καθώς και η αποκατάσταση των συνεπειών στις οποίες οδήγησε , περιλαμβάνοντας και την κατάλληλη αποζημίωση που στην περίπτωση αυτή είναι συμβατή με την αποζημίωση που θα αντιστοιχούσε στον εργαζόμενο λόγω της τροποποίησης ή της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού των Εργαζομένων».
΄Εβδομον. Τροποποιείται το άρθρο 181 ως ακολούθως:
«Τα αιτήματα προστασίας των άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων και δημοσίων ελευθεριών, συμπεριλαμβάνοντας την απαγόρευση διακριτικής μεταχείρισης και παρενόχλησης, που εγείρονται στα πλαίσια των νομικών σχέσεων που αποδίδονται στη δικαιοδοσία των επαγγελματικών δικαστηρίων, υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις που θεσπίζονται στο παρόν άρθρο. Στα αιτήματα αυτά εκφράζεται το θεμελιώδες δικαίωμα ή δικαιώματα που φέρονται να παραβιάστηκαν.
Όταν η απόφαση δηλώνει την ύπαρξη παραβίασης, σε περίπτωση διαφωνίας των μερών, ο δικαστής οφείλει να αποφανθεί για το ποσό της αποζημίωσης. Η αποζημίωση αυτή είναι συμβατή, όπου συντρέχει περίπτωση με την αποζημίωση που θα αντιστοιχούσε στον εργαζόμενο λόγω της τροποποίησης ή της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού των Εργαζομένων».