29 Απρ 2010

Τρανς κατά της Φιλανδίας 37359/09 Α΄

1 Απρ 2010 ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Μέρος Α'

Αρ. Αίτησης 37359/09 από την H κατά της Φινλανδίας κατατέθηκε στις 8 Ιουλίου 2009


Έκθεση των πραγματικών περιστατικών


ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα είναι Φινλανδή υπήκοος.

A. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης

Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, όπως υποβλήθηκαν από την ενάγουσα, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

Η προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1963 ως άρρεν. Πάντα η ίδια θεωρούσε ότι ήταν μια γυναίκα σε ανδρικό σώμα, αλλά αποφάσισε να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Το 1996 παντρεύτηκε μια γυναίκα και το 2002 έκαναν ένα παιδί.

Καθώς η προσφεύγουσα άρχισε να αισθάνεται χειρότερα το 2004, αποφάσισε το 2005 να αναζητήσει ιατρική βοήθεια. Τον Απρίλιο 2006 διαγνώστηκε ως τρανς. Έκτοτε, ζει ως γυναίκα. Στις 29 Σεπτέμβρη του 2009 υποβλήθηκε σε εγχείρηση επανόρθωσης φύλου.

Στις 7 Ιουνίου 2006, η προσφεύγουσα τροποποίησε το ονόμα της και ανανέωσε το διαβατήριο και άδεια οδήγησης, αλλά δεν μπορούσε να να αλλάξει τον αριθμό της ταυτότητα της. Ο αριθμός ταυτότητας δηλώνει ακόμη ότι είναι άνδρας. Επίσης, το διαβατήριο ακόμη δηλώνει ότι είναι άνδρας.


Διαδικασίες σχετικά με την αλλαγή του αριθμού ταυτότητας

Στις 12 Ιουνίου 2007, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Διοικητικό Δικαστήριο του Helsinki (maistraatti, Magistraten) να επιβεβαιώσει πως είναι γυναίκα και να αλλάξει τον αριθμό ταυτότητας της από ανδρικό σε ένα γυναικείο, δεδομένου ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Στις 19 Ιουνίου 2007, το διοικητικό δικαστήριο Helsinki απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, σύμφωνα με τα τμήματα 1 και 2 της νομοθεσίας περί Επιβεβαίωσης του Φύλου μιας-ενός τρανς (laki transseksuaalin sukupuolen vahvistamisesta, lagen om fastställande av personers könstillhörighet transsexuella), η επιβεβαίωση απαιτείται ώστε η ενδιαφερόμενη-ος βεβαιώσει ότι δεν ήταν παντρεμένη-ος ή ότι η-ο σύζυγος έδωσε συγκατάθεσή της. Καθώς η σύζυγος της προσφεύγουσας δεν είχε δώσει τη συγκατάθεσή της για τη μετατροπή του γάμου τους σε σύμφωνο συμβίωσης (parisuhde rekisteröity, partnerskap registrerat), το νέο φύλο της προσφεύγουσας δεν θα μπορούσε να εισαχθεί στο μητρώο δημοτολογίου.

Στις 6 Ιουλίου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Ελσίνκι Διοικητικό Δικαστήριο (hallinto-oikeus, förvaltningsdomstolen) καταγγέλλοντας, μεταξύ άλλων, πως η απόφαση της συζύγου της να μη δώσει τη συγκατάθεσή της, η οποία ήταν απόλυτο δικαίωμα της, καθώς και οι δύο προτίμησαν να παραμείνουν παντρεμένοι, σήμαινε ότι η αιτούσα δεν μπορεί να καταχωρηθεί ως γυναίκα. Ένα διαζύγιο θα ήταν κατά των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Η συμβίωση, δεν παρέχει την ίδια ασφάλεια όπως ένας γάμος, και αυτό θα σήμαινε, μεταξύ άλλων, ότι το παιδί τες θα έπρεπε να τεθεί σε διαφορετική κατάσταση σε σχέση με παιδιά που γεννήθηκαν κατά τον έγγαμο βίο-γάμο.

Στις 5 Μαΐου 2008 το Διοικητικό Πρωτοδικείο του Ελσίνκι απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας για τους ίδιους λόγους με το Διοικητικό Δικαστήριο Helsinki City. Επιπλέον, διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η επίδικη απόφαση της 19ης Ιουνίου 2007 δεν ήταν αντίθετη προς το άρθρο 6 του Συντάγματος καθώς οι συντρόφισες-οι του ιδίου φύλου έχουν τη δυνατότητα, με την καταχώρηση της σχέσης τες-τους, να τύχουν της προστασίας του οικογενειακού δικαίου, κατά τρόπο μερικώς συγκρίσιμο με το γάμο. Ομοίως, τα τμήματα 1 και 2 του νόμου περί Επιβεβαίωση ς του Φύλου μίας-ενός Τρανς, δεν παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα του παιδιού της ενάγουσας.

Στις 8 Μαΐου 2008 η ενάγουσα άσκησε προσφυγή στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο (Korkein hallinto-oikeus, förvaltningsdomstolen Högsta), επαναλαμβάνοντας τους λόγους που παρουσιάστηκε ενώπιον της πόλης Διοικητικού Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου. Η ενάγουσα επίσης, ζήτησε από το δικαστήριο να υποβάλει αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ιδίως όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αναφερόμενη-ντας στα άρθρα 8 και 14 της Σύμβασης, η ενάγουσα ισχυρίστηκε πως η Πολιτεία-κράτος δεν πρέπει να της λέει ότι ένα σύμφωνο συμβίωσης ήταν η σωστή ταυτότητα γι 'αυτήν, ειδικά όταν απαιτούσε ότι η σύζυγό της να είναι μια λεσβία. Η σεξουαλική ταυτότητα και των δύο ήταν ιδιωτική υπόθεση η οποία δεν θα μπορούσε να είναι όρος-προϋπόθεση για την επιβεβαίωση του φύλου.
Η Τρανσεξουαλικότητα είναι μια ιατρική κατάσταση που εμπίπτει στο πεδίο της ιδιωτικής ζωής. Η Πολιτεία-κράτος παραβιάζει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής κάθε φορά που ο ανδρικός αριθμός ταυτότητας αποκαλύπτει πως είναι τρανς. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι αν ο γάμος της ήταν να μετατραπεί σε συμβίωση, αυτό θα σήμαινε ότι δεν μπορούσε πλέον να αποτελεί νομικώς πατέρα ούτε μητέρα για το παιδί της, ως παιδί, δεν θα μπορούσε να έχει δύο μητέρες.


Στις 3 Φεβρουαρίου 2009 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της ενάγουσας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και απέρριψε την προσφυγή της. Διαπίστωσε ότι με την έγκριση του Νόμου Επιβεβαίωσης του Φύλου μίας-ενός Τρανς, το νομοθέτικό σώμα δεν σημαίνει πως αλλάζει το γεγονός ότι μόνο μια γυναίακ και ένας άντρας θα μπορούσαν να τελέσουν γάμο και πως οι συντρόφισσες-οι ιδίου φύλου θα μπορούσαν να έχουν δικαστικώς επιβαβαιώσει τη σχέση τες-τους με το να την καταχωρήσουν. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχε διαπιστώσει, δυνάμει του άρθρου 12 της Σύμβασης πως δεν υπήρχαν αποδεκτές αιτίες-λόγοι να αρνούνται στις-στους τρανς το δικαίωμά τες-τους να συνάψουν γάμο, αλλά πως το περιθώριο αναγνώρισης της αξίας αυτής άποψης ήταν μεγάλη. Δεν ήταν δυνατό βάσει της φινλανδικής νομοθεσίας τα πρόσωπα του ιδίου φύλου να νυμφευθούν-παντρευτούν, αλλά, σε μια τέτοια περίπτωση, ήταν θέμα συμφώνου συμβίωσης. Όσον αφορά τις δικαστικές και οικονομικές συνέπειές, ένα σύμφωνο συμβίωσης, κατ 'ουσίαν συγκρίνεται με έναν γάμο. Το ζήτημα της μετατροπής του θεσμού του γάμου με την ουδετεροποίηση των φύλων ήταν συνδεδεμένη με σημαντικές ηθικές και θρησκευτικές αξίες και έπρεπε να επιλυθούν με μια νομοθεσία που θα ψηφιζόταν από το Κοινοβούλιο. Η παρούσα κατάσταση του δικαίου ήταν στο πλαίσιο εκτίμησης-αναγνώρισης της αξίας που δόθηκε στη Πολιτεία-κράτος με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση.

Στις 29 Οκτωβρίου 2009, η ενάγουσα άσκησε ένα ασυνήθιστο ένδικο μέσο με το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, ζητώντας του να ακυρώσει προηγούμενη απόφασή του της 3ης Φεβρουαρίου 2009. Δήλωσε ότι είχε υποβληθεί σε εγχείρηση επανόρθωσης φύλου στις 29 Σεπτεμβρίου 2009 και ότι δεν μπορούσε πλέον να αποδείξει ότι ήταν άνδρας, όπως φαίνεται από τον αριθμό ταυτότητας και του διαβατήριο της. Παρά το γεγονός ότι, για επιδιώξεις-σκοπούς του γάμου, η ίδια θα συνεχίσει να θεωρείται ως άνδρας, γεγονός παραμένει πως δεν θα πρέπει να υφίσταται διακρίσεις λόγω του φύλου της.

Οι διαδικασίες αυτές προφανώς ακόμη εκκρεμούν.


Διαδικασίες επιστροφής των ιατρικών εξόδων

Στις 29 Αυγούστου 2007, η ενάγουσα ζήτησε την επιστροφή των εξόδων μερικών ορμονικών φαρμάκων, τα οποία ήταν μέρος της θεραπείας της.
Στις 5 Οκτωβρίου 2007, το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Kansaneläkelaitos, Folkpensionsanstalten) απέρριψε την προσφυγή της, δεδομένου ότι κρίθηκε δικαιούται επιστροφής μόνον αφ' ότου δοθεί ένας νέος αριθμός ταυτότητας.

Με επιστολή της 11ης Οκτωβρίου 2007, η ενάγουσαα προσέφυγε ενώπιον του τμήματος Προσφυγών Κοινωνικής Ασφάλισης (Sosiaaliturvan muutoksenhakulautakunta, Besvärsnämnden för social trygghet) και αξίωσε, μεταξύ άλλων, ότι είχε υποστεί δυσμενή διάκριση.

Στις 21 Ιανουαρίου 2010, το τμήμα Προσφυγών Κοινωνικής Ασφάλισης έκανε δεκτή την προσφυγή της ενάγουσας και άλλαξε την απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2007 του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κρίνοντας ότι η ενάγουσα είχε το δικαίωμα στην επιστροφή εξόδων.

Δεν είναι γνωστό αν η απόφαση αυτή έχει εφεσιβληθεί.


Λοιπές διαδικασίες

Σε ακαθόριστη ημερομηνία, η ενάγουσα υπέβαλε επίσης καταγγελία στην υπηρεσία Διαμεσολάβησης για την Ισότητα (Tasa-arvovaltuutettu, Jämställdhets-ombudsmannen), διαμαρτυρόμενη για τον λάθος αριθμό της ταυτότητας της, καθώς και την επιστροφή των ιατρικών εξόδων.

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2008 η Διαμεσολάβηση για την Ισότητα δήλωσε ότι δεν μπορούσε να λάβει θέση επί του θέματος του αριθμού ταυτότητας, καθώς το θέμα είχε ήδη συζητηθεί από το διοικητικό δικαστήριο και η Διαμεσολάβηση δεν είναι αρμόδια για την εποπτεία-επιτήρηση των δικαστηρίων. Επιπλέον, η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου. Όσον αφορά την επιστροφή των ιατρικών εξόδων, η Διαμεσολάβηση έκρινε το γεγονός πως η επιστροφή αυτή εξαρτάται από τον αριθμό ταυτότητας και όχι από ιατρικές αιτίες-λόγους που τοποθετούν τις-τους τρανσέξουαλ σε διαφορετική θέση από άλλα πρόσωπα που λαμβάνουν την ίδια θεραπέια. Η ίδια υπέδειξε-συνέστησε στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων να μεταβάλει την πρακτική του στον τομέα αυτό, ώστε να αποφεύγονται οι διακρίσεις κατά των τρανς.


Το κείμενο το βρήκαμε και το μεταφράσαμε από την http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/view.asp?action=html&documentId=866125&portal=hbkm&source=externalbydocnumber&table=F69A27FD8FB86142BF01C1166DEA398649