6 Ιαν 2014

Γνωμοδότηση του καθηγητή Νίκου Αλιβιζάτου για Ν. 2734/1999 για την πορνεία Β'

3. Πιο συγκεκριμένα, η παράμετρος των χρηστών ηθών επηρεάζει άμεσα την ερμηνεία των κάθε είδους περιορισμών που τίθενται στην άσκηση του σχολιαζόμενου επαγγέλματος. Εν πάση περιπτώσει, για να είναι θεμιτοί, οι εν λόγω περιορισμοί, πέραν του ότι θα πρέπει να προβλέπονται από τον νόμο , οφείλουν -σύμφωνα με την γενική θεωρία των συνταγματικών δικαιωμάτων- να συγκεντρώνουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: 

Πρώτον, να είναι αντικειμενικοί και απρόσωποι και να μην εισάγουν αθέμιτες διακρίσεις, άμεσες ή έμμεσες. Έτσι, η χορήγηση του προβλεπόμενου «πιστοποιητικού άσκησης επαγγέλματος» στα επ’ αμοιβή εκδιδόμενα πρόσωπα από τον οικείο νομάρχη θα πρέπει να γίνεται κατά δέσμια αρμοδιότητα και όχι κατά διακριτική ευχέρεια˙ διότι, διαφορετικά, το ποιός θα μπορούσε να ασκήσει ένα νόμιμο επάγγελμα θα επαφιόταν στην απόλυτη κρίση του αρμόδιου κρατικού οργάνου, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει στην πράξη σε καταστρατήγηση του σχετικού δικαιώματος. 

Δεύτερον, να δικαιολογούνται από σοβαρούς λόγους δημόσιου συμφέροντος, το περιεχόμενο του οποίου προσδιορίζεται άμεσα εν προκειμένω από τα χρηστά ήθη. Έτσι, ενόσω θα μπορούσε να απαγορευθεί η εγκατάσταση επ’ αμοιβή εκδιδόμενων προσώπων σε άμεση γειτνίαση με σχολεία, δεν θα ήταν δικαιολογημένο η ίδια απαγόρευση να ισχύει εξ ίσου και για στρατόπεδα. Διότι αν η προστασία της ανήλικης νεότητας συνιστά δημόσιο συμφέρον, που την προστασία του μάλιστα επιτάσσει το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρα 14§3δ’, 15§2 και 21§3), δεν συμβαίνει το ίδιο για την ενήλικη, στην οποία η έννομη τάξη αναγνωρίζει κατ’ αρχήν το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεται ελεύθερα. 

Τρίτον, οι σχετικοί περιορισμοί να είναι αναγκαίοι, πρόσφοροι και stricto sensu ανάλογοι προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, να σέβονται δηλαδή την αρχή της αναλογικότητας, την οποία το ισχύον Σύνταγμα αναγνωρίζει πλέον πανηγυρικά (άρθρο 25§1). Τούτο σημαίνει ότι μολονότι κατ’ αρχήν θα ήταν θεμιτή η απαγόρευση της λειτουργίας οίκου ανοχής σε μικρή απόσταση και σε ευθεία γραμμή από σχολείο, θα ήταν αθέμιτο η ίδια απαγόρευση να καταλάβει οικήματα που απέχουν πολύ από σχολεία και δεν βρίσκονται σε οπτική επαφή με αυτά. 

Τέταρτον, οι εισαγόμενοι περιορισμοί να μην προσβάλλουν τον πυρήνα του αναγνωριζόμενου δικαιώματος, δηλαδή να μην το αδρανοποιούν. Για παράδειγμα, η υποχρέωση κατάθεσης υπέρμετρης εγγύησης από τα επ’ αμοιβή εκδιδόμενα άτομα προκειμένου να λάβουν το προβλεπόμενο «πιστοποιητικό άσκησης επαγγέλματος», ή η έμμεση απαγόρευση σε αυτά να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε όλην ουσιαστικά την εδαφική περιφέρεια ενός δήμου θα προσέβαλλαν τον στενό πυρήνα του σχετικού δικαιώματος. 

4. Σημειωτέον ότι η κρίση για το θεμιτό ή μη των εισαγόμενων περιορισμών είναι πρωτίστως κρίση νομιμότητας και όχι απλά σκοπιμότητας. Δηλαδή, τα σχετικά μέτρα υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, ο οποίος καλείται να διακριβώσει κάθε φορά αν ο νομοθέτης υπερέβη τα προβλεπόμενα όρια και, περαιτέρω, αν η εφαρμογή των σχετικών μέτρων από την διοίκηση οδηγεί σε αθέμιτες καταστρατηγήσεις. 

5. Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, νομίζω ότι η διεύρυνση των τοπογραφικών απαγορεύσεων για την εγκατάσταση εκδιδόμενων με αμοιβή προσώπων από την πρώτη από τις σχολιαζόμενες ρυθμίσεις -με άδεια, σημειωτέον, του οικείου δημάρχου - θέτει σοβαρά ζητήματα. Δεν προβληματίζει τόσο η απαρίθμηση χώρων και οικημάτων, σε ελάχιστη απόσταση από τα οποία απαγορεύεται η εν λόγω εγκατάσταση: αν και ουσιώδης, η επέκταση του σχετικού καταλόγου δεν φαίνεται να ανατρέπει τα δεδομένα, όπως τουλάχιστον αυτά ίσχυαν από το 1981. Απεναντίας, δύο καινοτομίες της σχολιαζόμενης ρύθμισης αναιρούν στην πράξη το σχετικό δικαίωμα: 

Εν πρώτοις, ο καθορισμός της ελάχιστης προβλεπόμενης απόστασης των επίμαχων οικημάτων σε ακτίνα από τα εκ του νόμου προστατευόμενα κτίρια και κοινόχρηστους χώρους, ακόμη και αν παρεμβάλλονται μεταξύ τους άλλα κτίρια. Ενόσω δηλαδή, με την παλαιότερη ρύθμιση, αρκούσε να μην υπάρχει οπτική επαφή ανάμεσα στα επίμαχα οικήματα και τα εκ του νόμου προστατευόμενα , με την σχολιαζόμενη τούτο δεν χρειάζεται πλέον. Αρκεί, με άλλα λόγια, να συντρέχει το κριτήριο της ελάχιστης απόστασης σε ακτίνα, χωρίς να ασκεί καμιάν επιρροή το αν μεσολαβεί άλλο κτίριο ή όχι. Είναι όμως προφανές ότι έτσι, πέραν του ότι οι περιοχές στις οποίες απαγορεύεται η επίμαχη εγκατάσταση επεκτείνονται υπέρμετρα, το μέτρο καθίσταται απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (όπως στην περίπτωση των «νοσηλευτικών» και «ευαγών ιδρυμάτων», των «βιβλιοθηκών» κ.ά.). 

Κατά δεύτερο λόγο, μείζονα ζητήματα θέτει και η αδιαφοροποίητη αντιμετώπιση από τον νόμο όλων των προστατευόμενων κτιρίων και κοινόχρηστων χώρων, λες και για τις ανάγκες της προκείμενης ρύθμισης, μπορεί να εξομοιωθούν οι «ναοί» και τα «σχολεία» με τις «πλατείες», τις «βιβλιοθήκες», τα «νοσηλευτικά» και τα «ευαγή ιδρύματα». Ή λες και τα «νηπιαγωγεία» και οι «παιδικοί σταθμοί», για τους οποίους η λήψη μέτρων είναι θεμιτή και αναγκαία, έχουν τίποτα το κοινό με τα «αθλητικά κέντρα» (όπως είναι, για παράδειγμα, τα γήπεδα ποδοσφαίρου), τα «οικοτροφεία» (π.χ. οίκοι ευγηρίας), ή τα «φροντιστήρια» (και για ενήλικες;), τα οποία, ως γνωστόν, λειτουργούν συνήθως ως αμιγώς κερδοσκοπικές επιχειρήσεις.