24 Ιουλ 2016

Άρθρο για την υπόθεση Aldeguer Tomás κατά Ισπανίας

Aldeguer Tomás κατά Ισπανίας: μια χαμένη ευκαιρία για το Δικαστήριο να παρέχει καθοδήγηση σχετικά με τη νομική αναγνώριση των λεβιακών σχέσεων

Πέρυσι, το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή Oliari κ.λπ. κατά Italy, που περιγράφεται σε αυτό το blog ως "ένα σκαλοπάτι προς την πλήρη νομική αναγνώριση των λεσβιακών σχέσεων στην Ευρώπη". Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το άρθρο 8 της ΕΣΑΔ περιλαμβάνει μία θετική υποχρέωση των χωρών να θέσουν σε εφαρμογή ένα νομικό πλαίσιο που προβλέπει τη νομική αναγνώριση και προστασία των λεσβιακών σχέσεων. Το Δικαστήριο συγκεκριμένα τόνισε ότι το εν λόγω νομικό πλαίσιο πρέπει να προβλέπει τουλάχιστον τα "βασικά δικαιώματα που σχετίζονται με ένα ζευγάρι σε μία σταθερή και αφοσιωμένη σχέση" - σε αντίθεση με τα δήθεν "συμπληρωματικά" δικαιώματα, όπως για παράδειγμα το ζήτημα αν ένα τέτοιο νομικό πλαίσιο θα πρέπει να επιτρέψει στα λεσβιακά ζευγάρια να νυμφεύονται, ένα ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο στην Schalk and Kopf κρίση του θεώρησε ότι εμπίπτουν στο πεδίο διακριτικής ευχέρειας της χώρας. Ωστόσο, το Δικαστήριο παρέλειψε να παράσχει οποιαδήποτε καθοδήγηση σχετικά με το τι πρέπει να γίνει κατανοητό στο πλαίσιο αυτού του αινιγματικού "πυρήνα των δικαιωμάτων".

Στην πρόσφατη υπόθεση του Aldeguer Tomás κατά Spain, το Δικαστήριο όμως απέτυχε να αξιοποιήσει την απόφαση Oliari προκειμένου να παράσχει περισσότερη καθοδήγηση στον τομέα της νομικής αναγνώρισης των λεσβιακών σχέσεων. Η υπόθεση αφορά την αδυναμία του επιζώντος συντρόφου μιας γκέι σχέσης να λαμβάνει σύνταξη χηρείας. Από όταν ο σύντροφος του προσφεύγοντος πέθανε το 2002, τρία χρόνια πριν από την έναρξη ισχύος της ισότητας του γάμου στην Ισπανία, όπου δεν ήταν νομίμως σε θέση να τελέσουν γάμο και, κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν μπόρεσε να επωφεληθεί από τη σύνταξη χηρείας. Το ερώτημα ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν αν αυτή η κατάσταση ήταν συμβατή με το άρθρο 14 (η αρχή της διάκρισης), σε συνδυασμό με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) και στο άρθρο 1 του πρωτοκόλλου 1 (δικαίωμα στην περιουσία).

Το κύριο μέρος της αποφάσεως επέλυσε το ζήτημα αν ο προσφεύγων είχε υποστεί διακρίσεις σε σύγκριση με μία συντρόφισα-ο σε μια σταθερή, άγγαμη-ος, σε ετερό σχέση, η οποία-ος δεν ήταν σε θέση να τελέσει γάμο με την συντρόφισα-ο της-του, επειδή ο ένας από αυτούς ήταν ακόμη παντρεμένος και είχε νομική αδυναμία έκδοσης διαζυγίου, εκ των οποίων η-ο συντρόφισα-ος είχε πεθάνει πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου, του 1981, νομιμοποίησης του διαζυγίου, και ποια-ος κατ 'εξαίρεση, ωστόσο, δικαιούται σύνταξη χηρείας. Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14, διότι θεωρεί ότι και οι δύο κατηγορίες δεν είναι σε σχετικά παρόμοια θέση. Από τη μία πλευρά, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το ιστορικό της έκτακτης λύσης που προβλέπεται για τη δεύτερη μορφή του ζευγαριού, είναι «μια κατάσταση όπου η συμμετοχή στη δημιουργία συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από μισθωτή εργασία δεν είχε ισομερώς κατανεμηθεί μεταξύ των φύλων, δεδομένου ότι οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται στο εργατικό δυναμικό. Από την άλλη πλευρά, το νομικό κώλυμα για γάμο ήταν διαφορετικής φύσεως. Ενώ η αδυναμία των ενδιαφερομένων να τελούν γάμους ετερό ζευγάρια δεν προέκυψε από ένα εμπόδιο για να τελέσουν γάμο ως τέτοια, αλλά από ένα εμπόδιο για να συνάψουν ένα νέο γάμο, τα λεσβιακά ζευγάρια ήταν μη επιλέξιμα για γάμο σε απόλυτους όρους, ανεξάρτητα από την οικογενειακή κατάσταση της μία-ενός ή και των δύο μελών. Από όταν ο προσφεύγων, σύμφωνα με το Δικαστήριο, δεν είναι σε σχετικά παρόμοια κατάσταση με εκείνη μίας-ενός επιζώσας-ντος συντρόφισας-ου ενός τέτοιου ετερό ζευγαριού, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν έχει υποστεί διακρίσεις και, συνεπώς, δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 και το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1.

Η απόφαση, ωστόσο είναι, προβληματική, με την έννοια ότι το Δικαστήριο χάνει εντελώς την αιχμή πως ο πραγματικός λόγος για τον οποίο αρνήθηκαν στον ενάγοντα τη σύνταξη χηρείας ήταν επειδή ήταν σε μια γκέι σχέση. Η σύγκριση με την εξαίρεση που προβλέπεται στο νόμο του Διαζυγίου του 1981 είναι παρατραβηγμένη πράγματι, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός, όπως τόνισε η δικαστίνα Keller στην Ξεχωριστή Γνωμοδότησή της, ότι «το νομοθετικό σώμα ενήργησε για την πρώτη ομάδα περισσότερα από 25 χρόνια νωρίτερα από ό,τι στην περίπτωση της δεύτερης". Το πρόβλημα είναι ότι το Δικαστήριο, κατά γενική ομολογία βασίζεται στην επιχειρηματολογία του προσφεύγοντος, εστιάζει σε λάθος σύγκριση. Η προφανής σύγκριση θα ήταν ένα πρόσωπο σε μια ετερό σχέση που, σε αντίθεση με τον προσφεύγοντα πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου ισότητας του γάμου το 2005, ήταν σε θέση να συνάψει γάμο και, κατά συνέπεια, ήταν σε θέση να απολαύσει σύνταξη χηρείας. Η ουσία της υπόθεσης είναι το γεγονός ότι ο προσφεύγων ήταν σε χειρότερη θέση από ό,τι μία ετερό επιζώσα συντρόφισα-ος θα ήταν.

Το Δικαστήριο δεν εξετάζει πραγματικά αυτό το ερώτημα. Μάλλον περιορίζεται στην υπενθύμιση, υπό τη μορφή obiter dicta-παρεμπιπτόντως, της απόφασης του από Schalk και Kopf "ότι οι χώρες απολαμβάνουν ένα περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη χρονική στιγμή της εισαγωγής των νομοθετικών αλλαγών στον τομέα της νομικής αναγνώρισης των λεσβιακών ζευγαριών και η ακριβές καθεστώς που χορηγήθηκε στην υπόθεση, μια περιοχή η οποία θεωρείται ως ένα από τα εξελισσόμενα δικαιώματα χωρίς να έχει καθιερωθεί συναίνεση. "Αυτό το πλαίσιο, τονίζει ότι«το νομοθετικό σώμα της Ισπανίας δεν μπορεί να επικριθεί βάσει των όρων της Σύμβασης που δεν έχουν εισαγάγει το 2005 ή το 2007 νομοθεσία πριν από την ημερομηνία που θα έχει το δικαίωμα ο ενάγων να τύχει του ευεργετήματος της συντάξεως επιζώσας-ντος». Στο πέρασμα του χρόνου – ο σύντροφος του ενάγωντος πέθανε το 2002 - και το γεγονός ότι οι προοδευτικές αλλαγές έχουν εν τω μεταξύ εισαχθεί στην ισπανική νομοθεσία μπορεί επίσης να εξηγήσει τη διστακτικότητα του Δικαστηρίου να συγκρίνει τις δύο κατηγορίες στην υπό εξέταση υπόθεση, τέτοια προσέγγιση δεν είναι ικανοποιητική, δεδομένου ότι η Δικαστήριο αδυνατεί να παράσχει καθοδήγηση για μετέπειτα υποθέσεις. Το Δικαστήριο, για παράδειγμα αποτυγχάνει να προσφέρει οποιαδήποτε καθοδήγηση ως προς τον απαιτούμενο ρυθμό των νομοθετικών αλλαγών. Ενώ το Δικαστήριο μπορεί να δικαίως θεωρεί πως η Ισπανία έχει ενεργήσει σε ένα αποδεκτό ρυθμό, δεν παρέχει καμία ένδειξη ως προς το πώς θα αξιολογήσουν την κατάσταση στην χώρα που θα συνεχίσει να αποκλείει την επιζώσα-ντα συντρόφισα-ο ενός λεσβιακού ζευγαριού από τη σύνταξη ως επιζώσας-ντος, ενώ παρέχει τέτοια οφέλη για την επιζώσα-ντα συντρόφισα-φο ενός ετερό ζευγαριού. Το Δικαστήριο δεν αναφέρει αν οι συντάξεις επιζωσών-ων πρέπει να θεωρούνται ως "πυρήνας" ή "συμπληρωματικό" δικαιώμα κατά την έννοια της αποφάσεως Oliari, συνεχίζοντας την αποτυχία του να παράσχει καθοδήγηση ως προς το ποιές είναι οι ελάχιστες απαιτήσεις της νομικής προστασίας των λεσβιακών ζευγαριών θα πρέπει ακριβώς να κατασκευάζεται σύμφωνα με τη Σύμβαση. Η απόφαση είναι πιο απογοητευτική για ό,τι δεν λέει παρά για ό,τι. Ενώ η σπατάλισε την ενέργεια του στη σύγκριση αυτού που είναι πέρα από κάθε σύγκριση, το Δικαστήριο άφησε τις πιο θεμελιώδη ερωτήσεις χωρίς να τα αντιμετωπίσει. 


Την είδηση την βρήμαμε στις .2016 και την μεταφράσαμε από την strasbourgobservers  στην https://strasbourgobservers.com/2016/07/07/aldeguer-tomas-v-spain-a-missed-opportunity-for-the-court-to-provide-guidance-concerning-the-legal-recognition-of-same-sex-relationships/#more-3245